Το ροδόσταγμα είναι απόσταγμα ολόκληρου του άνθους της Ροδής της Δαμασκηνής (Rosadamascena).
Ιστορία:
Η παραγωγή ροδοστάγματος γινόταν από παλιά, κυρίως στα ορεινά χωριά του Τροόδους, με πιο φημισμένα τα χωριά Μηλικούρι και Αγρός. Το ροδόσταγμα είχε σημαντική θέση στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή των Κυπρίων. Παλιά μέχρι και τις αρχές του 20ούαιώνα οι Κύπριοι συνήθιζαν να ραίνουν με ροδόσταγμα τους επισκέπτες στα σπίτια τους, οι εορτάζοντες το πλήθος στην εκκλησία, καθώς, επίσης, και όσους συμμετείχαν στη διαδικασία ετοιμασίας του γαμπρού και της νύφης για το μυστήριο του γάμου. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν ειδικά ασημένια μυροδοχεία που ονομάζονται «μερρέχες». Το ροδόσταγμα πωλείτο στα πανηγύρια και συνήθως γινόταν ανταλλαγή του με προϊόντα των οποίων η καλλιέργεια δεν απέδιδε στις ορεινές περιοχές όπως το σιτάρι, το «πουρκούρι» (πλιγούρι) κ.λπ.
Μέθοδος παραγωγής:
Τα τριαντάφυλλα μαζεύονται τις πολύ πρωινές ώρες, προτού ο δυνατός ήλιος εξατμίσει μέρος των αιθέριων ελαίων και τοποθετούνται κατευθείαν στον αποστακτήρα. Οι παραγόμενοι υδρατμοί περνούν από ελικοειδή ψυκτικό σωλήνα, υγροποιούνται και συλλέγονται. Μικρές ποσότητες ροδοστάγματος παράγονταν και με τον «λαμπίκκο» (καζάνι ζιβανίας). Το ροδόσταγμα αποθηκεύεται σε δοχεία σκούρου συνήθως χρώματος σε σκοτεινό και δροσερό μέρος.
Γαστρονομία:
Το ροδόσταγμα χρησιμοποιείται ευρύτατα στο σιρόπι διάφορων ειδών ζαχαροπλαστικής (π.χ. μπακλαβάδες, δάκτυλα κ.ά.) και σε άλλα γλυκά όπως το μαχαλεπί και το ρυζόγαλο. Χρησιμοποιείται, επίσης, στην παρασκευή σουτζιούκκου, «ππαλουζέ» και «κκιοφτερκών».