Πρόσωπα Φιλοξενία

Η κυρά Μαρούλα…’που την Επισκοπή

23 Δεκεμβρίου 2020…Λάδωσα τις μηχανές και βγήκα για λαδί φέτος. Δεύτερη φορά στην ζωή μου αλλά πρώτη που ακολούθησα την διαδικασία απ την αρχη ως το τέλος. Σπουδαίο πράγμα, στα όρια της περηφάνιας να κρατάς στα χέρια σου τον καρπό της γης μεταμορφωμένο σε κάτι ωφέλιμο. Συνένοχος στο έγκλημα ο Χρήστος, προγραμματιστής μεγατόνων, μέσα σε όλα και αδελφός της γυναίκας μου.

Δυο μέρες μάζεμα δια χειρός καταλήξαμε στο ελαιοτριβείο της Επισκοπής γύρω στις εφτά το βραδύ. Απ’ την ώρα που θα ζυγιστούν οι ελιές χρειάζονται περίπου 2 ώρες για να τρέξει το λαδί απ την κάνουλα.

Ζυγίσαμε λοιπόν… 203 κιλά! Δεν είναι πολλά για τους σοβαρούς παίχτες αλλά εμείς είμασταν χαρούμενοι. Υπολογίζαμε γύρω στα 150. Στα μαθηματικά της ελιάς μεταφράζετε σε 40 με 50 λίτρα λάδι αναλόγος της ελιάς και της βροχής. Αν μαζέψεις τις ελιές μετα από βροχές ο καρπός έχει μέσα παραπάνω νερό το οποίο διαχωρίζετε στην φυγόκεντρο. Εκεί δηλαδή που χωρίζεται το λαδί από το νερό.

Πήραμε τον αριθμό 54 στην γραμμή παραγωγής Κένταυρος. Δεν είχε πολλή κόσμο, ήταν αργά και ήταν Σάββατο…Η σφαγή συνηθώς γίνεται την Κυριακή. Ο Χρήστος εκτός των άλλων είναι και άτομο που μπαίνει σ’ ένα χώρο και πρέπει να μιλήσει σε όλους, το αντίθετο με μένα. Η πρώτη ώρα πέρασε κουβεντιάζοντας με το 51 το 52 και το 53. Μείναμε μόνοι, για κανένα μισάωρο σκουλισμένοι στα φούτερ μας και να σου το 55… μπαίνει τραβώντας ένα καροτσάκι που επάνω του είχε δέκα εικοσάλιτρα δοχεία… 200 λίτρα…χίλια κιλά ελιάς το 55! Κάθισε διπλά μας. Ρωτά ο Χρήστος:

– Μα εμαζεψες έναν τόνο ελιά?

– Ναι γιε μου.

– Ποσά άτομα?

– Τρία, χαμογελώντας με μια αγνή περηφάνεια

– Πόσες μέρες θεία?

– Δυο μέρες γιε μου.

– Τζε που εν οι ελιές σου?

– Δαμε, στην Επισκοπή

Κοιταχτήκαμε με τον Χρήστο και του λέω «κάτι λάθος κάμνουμε ρε φίλε!» Έμεινα για λίγο να παρατηρώ το 55, την κυρία Μαρούλα που την Επισκοπή. Πρέπει να ήταν γύρω στα 65, ή τουλάχιστον αυτά τα χρονιά μέτρησα στις ρυτίδες του γλυκού της προσώπου. Μαλλί καρέ του χωραφιού. Ξέρεις το καρέ με φράντζα που χτενίζεται βιάστηκα στις 6 το πρωί και που τραβά την υγρασία και το χώμα της φύσης όλη μέρα. Γκρίζο το χρώμα χωρίς συνθετικά. Ρούχα ουδέτερα βγαλμένα από ασπρόμαυρη φωτογραφία που κιτρίνισε στον χρόνο, μια κούραση στους ώμους και χέρια αδρά, της δουλειάς. Μάτια σπινθηροβόλα, χαρούμενα και αληθινά.

Ένας ήχος λαμαρίνας χτύπησε στον Κένταυρο. Κρέμασε ο χειρίστης το 54 πίσω απ την κάνουλα! Ήταν η ώρα μας. Η ώρα να τρέξει το λάδι το δικό μας. Γεμίσαμε το πρώτο 20-λίτρο. Γεμίσαμε και το δεύτερο. Τα 40 τα ‘χούμε! Ξεκίνησε να γεμίζει και το τρίτο 20-λίτρο. Έφτασε στην μέση και στέρεψε. 50 λίτρα η σοδειά! Not bad!

Απ’ την χαρά μας αγοράσαμε επί τόπου 5 δύλιτρα δοχεία να πάρουμε το λαδί μας σε παππούδες και γονείς. Να φουμισουμε το λάδι μας…το γνωστό show off! Ξεκινήσαμε την μετάγγιση απ’ το μεγάλο μισοάδειο στα μικρά και η κυρία Μαρούλα μας έβλεπε με νοσταλγικό χαμόγελο. Άπειροι όμως και από φόβο μην χυθεί το λαδί δεν γεμίζαμε τα μικρά δοχεία ως πάνω. Πριν καλά καλά τελειώσουμε το βλέμμα της κυρίας Μαρούλας θόλωσε ξαφνικά. Αρπάζει το ένα δίλιτρο και το βάζει κάτω απ’ την κάνουλα της!

– Εεε! Τι κάμνεις, της λέει ο Χρήστος.

– Εν αντροπη ρε να τους τα πάρετε οφκερα. Φέρτε τα ούλλα δαμέ να σας τα γεμώσω.

– Γεμωνουμεν τα που το δικό μας κυρία Μαρούλα, έχουμε πολλή, απάντησα αμήχανα

– Το δικό σας μα το πάρετε σπίτι σας. Ατε, φερτέ τα δα τζε ουσσούτε

Επιβλήθηκε η κυρία Μαρούλα. Δεν διαπραγματευόταν.

Τα σφραγίσαμε, την καληνυχτίσαμε και φύγαμε.


Έχει τρεις μέρες τώρα που σκέφτομαι ώρες ώρες την κυρία Μαρούλα που την Επισκοπή. Την σκέφτομαι σε αντιπαραβολή με την ταυτότητα μας ως κύπριοι σήμερα. Ήταν εποχές που ο Κύπριος ήταν περήφανος και ζούσε στην αφθονία αυτών που είχε. Ήταν εποχές που η καλοσύνη ήταν αγνή και ήταν τρόπος επιβίωσης. Εγώ κάμνω λαδί και εσύ χαλούμι. Ήταν εποχές που ο κόπος και ο μόχθος ήταν ο μονός τρόπος επιβίωσης. Μικροί μεγάλοι να βοηθήσουν για να γυρίσει ο τροχός.. Ήταν εποχές που ο κύπριος σε κοιτούσε στα μάτια και καταλάβαινες αν σε αγαπούσε ή αν σε μισούσε. Εποχές που η φύση ήταν κομμάτι απ’ την σάρκα μας. Υπήρχε μια αυθεντία, μια περηφάνεια και μια αλήθεια.

Ποιος είναι ο κύπριος που ζει σε τούτο τον τόπο σήμερα…Προσπαθώ να τον ταυτοποίησω αλλά δεν βρίσκω πολλά θετικά. Δεν λέω πως χάθηκαν οι καλοί άνθρωποι αλλά πως χάθηκε η καλοσύνη. Έχει διαφορά. Η σύγχρονη διαδρομή που το εμείς στο εγώ έχει το κόστος της. Η αφθονία αυτών που έχουμε δεν είναι αρκετή και ζούμε στην μιζέρια για αυτά που δεν έχουμε.

Πως μας κατάντησε η «εξέλιξη» έτσι… για μένα το λέω και για σένα.

Για μας τους κάτοικους μιας χωράς με ξεθωριασμένη ταυτότητα…

Του Πάνου Κυπριανού

Subscribe to our Newsletter. Let's stay updated!

Related posts

Αρχιτεκτονική διάταξη εστιατορίου

Taste and Hospitality

Τα θρυλικά λευκωσιάτικα φαγάδικα που άφησαν εποχή…

Taste and Hospitality

Μια καπετάνισσα ρυμουλκού από τη Χαλκιδική, σε Κυπριακή ναυτιλιακή εταιρεία

Taste and Hospitality

Αφηστε ενα σχολιο

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στην ιστοσελίδα μας.
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.

Αποδοχή Μάθε περισσότερα

error: Content is protected !!