Ο Νομπελίστας ποιητής και διπλωμάτης είχε μια στενή σχέση με την Κύπρο, την αγάπησε βαθιά και ενίσχυσε μέσα του την έννοια της Ελληνικότητας. Μίλησε και έγραψε πολλές φορές για την Κύπρο στους οικείους του εκφράζοντας αυτά τα συναισθήματα.
Στις 12 Μαρτίου 1954, έγραψε στον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή :
«Στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο, άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω θα με κυνηγούν αδυσώπητα ώσπου να πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της». Λίγους μήνες νωρίτερα έγραφε από το νησί στην αδελφή του: ««…Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους.»
Την ίδια χρονιά έγραψε στον Γιώργο Θεοτοκά: «Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Ελληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων».
Φυσικά δεν έλειψε και η αναφορά της Κύπρου στην ποίησή του. Το 1955 εδημοσιεύθηκε η συλλογή του «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν» με την αφιέρωση«Στον κόσμο της Κύπρου, Μνήμη και Αγάπη». Στη συλλογή αυτή ανήκει και το περίφημο ποιημά του Ελένη. Ξεχωριστή θέση στην ποίησή του έχει το ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» που έγραψε τον Νοέμβριο του 1953:
…Σαλαμῖνα τε
τᾶς νῦν ματρόπολις τῶνδ’
αἰτία στεναγμῶν.
ΠΕΡΣΑΙ
Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες η ψιλή βροχή και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια. Ασήμαντες οι κολόνες· μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης αυτοκρατορίας.
5 Τα νέα κορμιά περάσαν απ’ εδώ, τα ερωτεμένα· παλμοί στους κόλπους, ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό κι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου. Κύριος επί υδάτων πολλών, 10 πάνω σ’ αυτό το πέρασμα.
Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια. Δεν είδα πρόσωπα· σα γύρισα είχαν φύγει. Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού, έμεινε εκεί στις φλέβες τ’ ουρανού στο κύλισμα της θάλασσας 15 μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι:
«Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι. 20 Και τούτα τα κορμιά πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές. Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν, δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν 25 αν ξεγίνουνται οι ψυχές. Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι, δε χρειάζεται μακρύ καιρό 30 το κακό για να σηκώσει το κεφάλι, κι ο άρρωστος νους που αδειάζει δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να γεμίσει με την τρέλα, νῆσός τις ἔστι …».
35 Φίλοι του άλλου πολέμου, σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα— Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη· εκείνοι που είδαν την αυγή μεσ’ απ’ την πάχνη του θανάτου 40 ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ’ άστρα, νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής· κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια: 45 «Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό· την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια, το στέγνωμα της αγάπης· Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».*
50 —Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια· δε φελά να μιλάμε· τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει; ποιός θα μπορέσει ν’ ακουστεί; Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.
55 —Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.
Φωνή Κυρίου επί των υδάτων. 60 Νῆσός τις ἔστι.
Πηγή: iefimerida.gr