Λίγο πριν το lockdown της Μυκόνου στην καρδιά του καλοκαιριού και ελάχιστες μόνο ώρες πριν σιωπήσει η μουσική σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και μπαρ, συναντήσαμε στο νησί των ανέμων και των θαυμάτων τον δημιουργό μουσικής ατμόσφαιρας, Γιάννη Μητσοκάπα, έναν άνθρωπο που έχει εμβαθύνει στη σημασία που έχει η μουσική σε όλες τις εκφράσεις της ζωής μας, πόσο μάλλον όταν επιλεγμένες μελωδίες συνοδεύουν αρμονικά τη φιλοξενία και τη γαστρονομία, προσθέτοντας ανεκτίμητη αξία στην ταξιδιωτική εμπειρία.
Μέσα από την, ενδιαφέρουσα διαδρομή του στα μουσικά πράγματα, ο Γιάννης Μητσοκάπας έχει προσθέσει τη δική του, μοναδική «παρτιτούρα» στην εξέλιξη των ακουσμάτων στην Ελλάδα. Και κάπως έτσι, ξεκίνησαν όλα…
Μουσική: Πώς το πάθος για τη δημιουργία, έγινε τρόπος ζωής
Η ιστορία του όπως μας τη διηγείται έχει ως εξής:
Ξεκίνησα να παίζω μουσική, να έχω την πρώτη μου επαφή, όπως όλοι οι έφηβοι φαντάζονται, από μικρή ηλικία, στις πρώτες μου επαφές με τα πάρτι αναφέρει ο κ. Μητσοκάπας.
Τότε είχαμε τα κασετόφωνα, οπότε γράφαμε κασέτες, συζητούσαμε το πώς θα ετοιμάσουμε τις μουσικές μας κι εμένα μου άρεσε πολύ η όλη διαδικασία. Έτσι έγινε η αρχή…
Στη Θεσσαλονίκη, με πήγαινε ο πατέρας μου στην Crypton, εκεί με μάθαινε να παίζω μουσική ο Γιάννης ο Γαλάκος, μεγάλη φυσιογνωμία της εποχής. Αργότερα, μετά τον σεισμό του 1978, πήγαμε στην Κατερίνη. Εκεί γνώρισα έναν απίστευτο άνθρωπο, τον Μιχάλη τον Μαλαματίδη, ο οποίος είχε το ιστορικό Michel στην Πλάκα Λιτοχώρου, στην παραλία του Ολύμπου. Με τον Μιχάλη, γρήγορα αποκτήσαμε πολύ στενούς δεσμούς, γίναμε μάλιστα και κουμπάροι. Στην αρχή της γνωριμίας μας λοιπόν, εφόσον η μουσική ήταν ουσιαστικά το χόμπι μου, μου πρότεινε να παίξω στο Cherry, ένα από τα πρώτα μπαρ της εποχής. Τότε, δεν είχαμε και τα μέσα που έχουμε τώρα, όπως υπολογιστές και internet, είχαμε μόνο ένα πικάπ και ένα κασετόφωνο. Άρα έπρεπε από τη συλλογή των βινυλίων μας, να γράφουμε κασέτες για να μπορούμε να κάνουμε τις μίξεις, να μην υπάρχουν κενά μεταξύ των κομματιών. Στη συνέχεια, με τον Μιχάλη κάναμε μία αλυσίδα μαγαζιών στην Πιερία, φτιάξαμε ένα πολύ μεγάλο beach bar, τον Μύλο, ενώ ο χειμερινός μας χώρος στεγαζόταν σε έναν τριώροφο, παλιό μύλο.
Το πρώτο δικό μου μαγαζί, το έφτιαξα στην Πιερία το 1988. Ήταν μία disco που λεγόταν Metropolis, στην οποία ερχόταν πολύς κόσμος, ακόμη και από τη Θεσσαλονίκη. Μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα του 1988, θυμάμαι έπεφτε Σάββατο, ξεκίνησε να χιονίζει πάρα πολύ. Και ενώ είχαμε φύγαμε στις 6 τα ξημερώματα από το μαγαζί, στις 7.30, μου τηλεφωνεί ένας φίλος μου, ότι επείγει να επιστρέψω. Φτάνω στη Metropolis, ανοίγω ανυποψίαστος την πόρτα και βλέπω απέναντι. Είχε πέσει όλο το μαγαζί από τα χιόνια. Στο πρώτο μου επιχειρείν, αυτό όπως καταλαβαίνετε ήταν μεγάλο σοκ.
Στη συνέχεια, το 1994, με τον Ιωσήφ Τσάλη, φτιάξαμε στην Κατερίνη έναν ραδιοφωνικό σταθμό, τον track 88.8, με πολύ ειδικές μουσικές για την εποχή, lounge και acid jazz. Αν και εύλογα ήταν δύσκολο, εμείς αυτά τα ειδικά ακούσματα τα περάσαμε στην Πιερία και μάλιστα πήγαμε πάρα πολύ καλά.
Αργότερα, το 2000 αποφασίζω να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη, αν και ουσιαστικά ποτέ δεν έφυγα εντελώς, αφού αρκετές ημέρες της εβδομάδας έμενα εκεί. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο αποφάσισα να μετακομίσω οριστικά. Τότε, άφησα για λίγο στην άκρη τα νυχτερινά μαγαζιά, γιατί μου προτάθηκε να δουλέψω στην εφημερίδα Μακεδονία, όπου εκείνη την εποχή ήταν μαζί με την εφημερίδα Θεσσαλονίκη, τα Σπορ του Βορρά, τον Ελληνικό Βορρά αλλά και ραδιόφωνα. Εκεί, είχα την επιμέλεια των ραδιοφώνων και λόγω του ότι ήταν πρωτόγνωρος ο χώρος και για τον ίδιο τον επιχειρηματία, συνέδραμα όπου ήταν εφικτό. Ήταν πλούσιο το περιεχόμενο των εκπομπών, είχα για παράδειγμα αθλητικό, ειδησεογραφικό, πρωινή εκπομπή με τη Χρύσα την Αράπογλου και τον Κώστα Γκιουλέκα, ήταν τότε και ο Σταύρος Καλαφάτης. Έμεινα σε αυτό το διαφορετικό αντικείμενο δύο χρόνια. Όμως το δικό μου πάθος ήταν η μουσική, η οποία και με ξανακέρδισε. Γι’ αυτό και πάντα είχα μαγαζιά και ραδιόφωνο. Όμως στα τοπικά ραδιόφωνα, όπως ήταν της Κατερίνης, έπρεπε να είσαι εκεί. Δεν είναι όπως τώρα που μέσω ενός υπολογιστή συνδέεσαι με τα πάντα.
Zucca: Ένα θρυλικό όνομα ταξιδεύει από το Μιλάνο στη Θεσσαλονίκη
Εκείνη την εποχή, ταξίδευα συχνά στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Μιλάνο. Στο Μιλάνο, το 1912 στη Duomo, άνοιξε το Zucca, όπου σήμερα είναι ιδιοκτησίας της Campari. Πρόκειται για ένα ιστορικό μαγαζί. Φανταστείτε εκεί γυρίστηκαν ταινίες με τη Σοφία Λόρεν και είναι και ο χώρος που καθιέρωσε το πρώτο aperitivo παγκοσμίως, την αγαπημένη πλέον συνήθεια του after office, όπου πηγαίνεις μετά το γραφείο, για ένα aperitivo και κάτι να τσιμπήσεις. Εκεί γνώρισα τον εκπρόσωπο της τρίτης γενιάς του Zucca. Μοιράστηκα μαζί του την επιθυμία μου να ανοίξω ένα αντίστοιχο, μικρό μαγαζί στη Θεσσαλονίκη και τον ρώτησα εάν μπορώ να χρησιμοποιήσω το όνομα. Εκείνος αποκρίθηκε θετικά, χωρίς δεύτερη σκέψη. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφέρω και ένα ακόμη εντυπωσιακό γεγονός-όταν αγόρασε το Zucca της Ιταλίας η Campari, το όνομα ήταν κατοχυρωμένο σε εμένα.
Με αυτή την έμπνευση, το 2005 έφτιαξα το θρυλικό Zucca στη Θεσσαλονίκη, σε στυλ μπιστρό και με άπειρα μουσικά ακούσματα. Στη συλλογή μου, προσεκτικά φυλαγμένα σε ειδικές προθήκες, έχω από τις μουσικές αγορές ετών, γύρω στους 35.000 δίσκους και 30.000 CD. Ωστόσο, λόγω του ότι στον δικό μου χώρο δεν μου αρέσει να παίζω μουσική κάθε μέρα, αλλά μία φορά την εβδομάδα, κυρίως Σάββατο μεσημέρι. Φιλοξενούσα κορυφαίους επαγγελματίες του είδους. Ένα Σάββατο μεσημέρι του 2006, καθώς έπαιζα μουσική, ένας από τους θαμώνες ανοίγει μία σαμπάνια, με κερνάει ένα ποτήρι αλλά από εκεί που στέκομαι, δεν μπορώ να τον δω. Κατόπιν, ζητά από τους συνεργάτες μου να με γνωρίσει. Κατεβαίνω λοιπόν στον κυρίως χώρο να τον συναντήσω, μου δίνει το χέρι και με συγχαίρει για την πολύ ωραία μουσική που παίζω. Στη συνέχεια μου δηλώνει, ότι το βράδυ θα έρθει να παίξει εκείνος για μένα. Έκπληκτος, διαπιστώνω ότι πρόκειται για τον Jose Padilla, που με τις συλλογές Café del Mar τη δεκαετία του ’90, άλλαξε τον κόσμο της lounge μουσικής. Αν και έχουμε συνηθίσει οτιδήποτε είναι slow στο άκουσμα, να το θεωρούμε lounge, δεν είναι έτσι. Η lounge μουσική ξεκινά από πολύ παλιά, από το στιλ που είχε στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος. Εμπεριέχει και Elvis Presley η lounge μουσική, και Roy Orbison, αλλά πρέπει να βρεις τον ιδιαίτερο εκείνο συνδετικό κρίκο που αναδεικνύει όλες αυτές τις μουσικές δημιουργίες σε lounge.
Εντωμεταξύ, ο ίδιος δεν είχα πειστεί ότι ο Jose Padilla θα έρθει το βράδυ να παίξει μουσική. Βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για ένα event και βρέθηκε στο μαγαζί μου, μάλλον λόγω του ονόματος, του ήταν πολύ οικείο το Zucca. Κι όμως, στις 10 το βράδυ, χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει, έρχομαι. Σημειωτέον ότι ο χώρος, στην Καρόλου Ντηλ 18 όπου φιλοξενούταν το Zucca, ήταν πολύ μικρός, συνολικά 70 τετραγωνικά που εκτείνονταν σε τρία επίπεδα. Τηλεφωνώ τότε σε 30 φίλους μου και τους λέω, σας έχω μία έκπληξη. Πράγματι έρχονται, γεμίζει το μαγαζί και κλειδώνω την πόρτα. Περιττό να σας πω ότι εκείνη η βραδιά, θα μείνει αξέχαστη… Ο Jose Padilla άλλαξε την πτήση του και μείναμε έως τις 6 το πρωί να παίζουμε μουσική. Τον συγκεκριμένο, τον είχα πραγματικά πρότυπο. Προσωπικά, εκείνοι που μου άλλαξαν τελείως τον τρόπο σκέψης στη μουσική, ήταν ο Χοσέ Παντίγια και ο Μπάμπης Ζουμπούλης, ο οποίος ήταν επιχειρηματίας και dj στη Θεσσαλονίκη, είχε το Amnesia, τον Θερμαϊκό, ιστορικά μαγαζιά, επίσης το Basement, το Basemobile, χώροι που πραγματικά τους ζήλευε η Αθήνα. Επειδή τότε δεν υπήρχε το internet, που μπορεί πλέον κανείς να αγοράσει μουσική από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου και να την κατεβάσει, ο ίδιος ο Ζουμπούλης ταξίδευε παντού για αυτόν τον σκοπό, στην Κίνα, στην Ινδία, στην Αμερική…
Το Zucca μετακομίζει στην παραλία και γίνεται πιο μουσικό
Το 2011, μεταφέρεται το Zucca στην παραλία της Θεσσαλονίκης, Λεωφόρο Νίκης 35, όπου ενώ έκανα βόλτα, είδα έναν ενδιαφέροντα χώρο, ένα ημιυπόγειο μαγαζάκι, που θύμιζε πολύ παλιές ελληνικές ταινίες. Όπως αποδείχθηκε, αυτό το μαγαζί ήταν ενός παλιού μου συμμαθητή. Και, αν και ποτέ αυτό το μαγαζί δεν κατάφερε να βγάλει άδεια υγειονομικού ενδιαφέροντος, μετά από συζητήσεις με τους ενοίκους και μετά από μία πανάκριβη ηχομόνωση, όπου δεν πιστεύω να έχει γίνει ποτέ αντίστοιχη σε μόλις 60 τετραγωνικά, το Zucca εκεί γίνεται ακόμη πιο μουσικό. Από εδώ πέρασαν DJs όπως μεταξύ άλλων ο Tony Loreto, Alex Finkin, ο Valeron, ο Διαμαντόπουλος, ο Antonio, ο Junior Pappa, κάθε εβδομάδα είχαμε δέκα διαφορετικούς DJs μαζί με εμένα. Κι όταν γνώρισα τον Μάκη Κουσαθανά πριν από 5 χρόνια, στο δικό του μαγαζί και μόνο βρήκα την ίδια φιλοσοφία. Δηλαδή στο Pere Ubu στη Γλυφάδα, κάθε μέρα φιλοξενείται και διαφορετικός DJ, εμού συμπεριλαμβανομένου. Γιατί, πολλά είδη μουσικής έχουν μέσα τους καλή μουσική- εγώ αντιπροσωπεύω μία πιο cocktail, πιο aperitivo άποψη, αλλά μου αρέσει και η διαφορετικότητα, από άτομα που ασχολούνται πιο επαγγελματικά. Έτσι και στο Zucca, έως το 2018, είχαμε καθιερώσει κάθε Κυριακή απόγευμα ένα house party, στο οποίο ερχόταν κόσμος από όλη την Ελλάδα. Την Παρασκευή το απόγευμα, είχαμε aperitivo και μία πολύ καλή φίλη η Μαρία Χρόνη που ασχολείται με την εστίαση μαζί με την μεγάλη μου κόρη Ανθή, μου έστηνε μπουφέδες εξαιρετικούς. Εκείνη την εποχή, από το 2017, έπαιρνα το αεροπλάνο από τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα, για να φτιάξουμε την απογευματινή μουσική ατμόσφαιρα στο Pere Ubu, γιατί η Αθήνα δεν είχε συνηθίσει στην απογευματινή διασκέδαση, όπως η Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια γυρνούσα με την τελευταία πτήση.
Ο Μάκης είχε την ιδέα σαν επιχειρηματίας, αυτό το απογευματινό να το φέρει στο μαγαζί του, γιατί εκτός των άλλων, ο ίδιος έχει ένα έντονο χάρισμα, καθώς και μία θετική πειθώ. Άλλωστε για να στήσεις κάτι τέτοιο, όπως κάθε νέα κατάσταση, πρέπει να έχεις υπομονή και επιμονή, θέλει χρόνο, θέλει στόχο. Έως τότε, όπου και αν έπαιζα στον κόσμο, κυρίως έπαιζα βράδια, ή το καλοκαίρι, μεσημέρια, σε beach bar. Το να φτιάξουμε αυτή την ατμόσφαιρα τα μεσημέρια του χειμώνα, ήταν πρωτόγνωρο για την Αθήνα- και μάλιστα με αυτή τη μουσική, τα πιο cocktail και aperitivo ακούσματα. Δηλαδή την πιο κοσμοπολίτικη μουσική, με πολλές bossa nova εκφάνσεις, τη λάτιν μουσική, πιο εκλεπτυσμένη. Όμως ήταν κάτι που το πίστευα.
Η λατρεία του ραδιοφώνου μετουσιώνεται
Το να στήνω ραδιόφωνα, ήταν η ειδικότητά μου. Άλλωστε παλιότερα, μαζί με τον Στέφανο Τσιτσόπουλο, είχαμε αναλάβει τον Republic, στη Θεσσαλονίκη, το οποίο θεωρούταν το νούμερο ένα εναλλακτικό ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Είχα μεγάλη πορεία σε επιτυχημένα ραδιόφωνα όλα αυτά τα χρόνια, αφού ουσιαστικά, όταν στήνω ένα καινούριο ραδιόφωνο, αισθάνομαι πολλές φορές ότι ανταγωνίζομαι τον ίδιο μου τον εαυτό.
Έτσι, το 2018, αποφασίζω να μετακομίσω στην Αθήνα. Τον Μάρτιο, μέσα σε τρεις μέρες κυριολεκτικά, κλείνω την πόρτα, προσηλώνομαι στο όραμά μου και μεταφέρω όλη τη φιλοσοφία του Zucca της Θεσσαλονίκης, στο Zucca radio.
Πρέπει να πω ότι η καραντίνα που βιώσαμε λόγω του κορωνοϊού, μέσα σε όλα της τα αρνητικά, μου έδωσε και ένα θετικό: Χρόνο για δημιουργία.
Είχε τρομερή επιτυχία από την αρχή το Zucca, κάτι που δεν είναι εύκολο, δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Γιατί ραδιόφωνα μπορεί να ανοίξει ο καθένας, να φτιάξει λίστες, να τις βάλει σε δύο usb sticks και να παίζουν 24 ώρες το 24ωρο. Όμως εάν θέλεις να το κάνεις σωστά και να είναι πραγματική η αίσθηση, η ροή της μουσικής, να πιάνεις τον παλμό, να μην υπάρχουν απλά επαναλήψεις, έχει μια τεράστια διαδικασία. Επίσης, αντιμετωπίζεις πολλά γραφειοκρατικά, καθώς και πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα σε πολλές χώρες, δύσκολα, αλλά όλα αυτά τα ξεπερνάς. Το δικό μας ραδιόφωνο, αυτή τη στιγμή ακούγεται σε 150 χώρες, 24 ώρες το 24ωρο.
Από πέρυσι τον Ιούνιο λοιπόν, ξεκινάω και 4 συνδρομητικά ραδιόφωνα, τα οποία σήμερα είναι 6, καθώς και ένα live set. Μέσα σε αυτά, είναι και το ελεύθερο ραδιόφωνο, χωρίς συνδρομή, το Zucca Radio, γιατί σεβόμαστε τον απλό κόσμο, ειδικά σε αυτές τις εποχές που το έχει ανάγκη. Τα μηνύματα που λαμβάνουμε από τους ακροατές μας στο Zucca, είναι για εμάς η μεγαλύτερη επιβράβευση, που κανένα άλλο κέρδος δεν μπορεί να αντικαταστήσει.
Σήμερα, η πλατφόρμα μας, Zucca Premium, συντίθεται από 7 διαφορετικά συνδρομητικά ραδιόφωνα: Τα Zucca Classico, Zucca Instrumental, Zucca Dreams, Zucca Cosmopolitan, Zucca Aperitivo, Valeron, Zucca Classico+GR, ενώ σε λίγο έρχεται και το Zucca Magic Carpet σε συνεργασία με τον ThroDef με συνεχή ροή μουσικής, χωρίς καμία διακοπή ή παρεμβολές. Και είναι 7, γιατί η μουσική έχει μεγάλη σημασία. Ανάλογα με τον χώρο, είτε είναι ξενοδοχείο, είτε εστιατόριο, είτε μπαρ ή σε οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, κέντρα αισθητικής, ιατρικά κέντρα, εμπορικά μαγαζιά, αντιστοιχεί και το ανάλογο ύφος, η ατμόσφαιρα που θέλει να επιτύχει ο ιδιοκτήτης.
Σε ένα ιταλικό μπιστρό για παράδειγμα, την απόλαυση ενός καλού κρασιού, μπορείς να την απογειώσεις με τη μουσική, να τη συνοδεύσεις λόγου χάριν με τις μουσικές του Zucca Aperitivo. Στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου επίσης, μπορείς να συμπληρώσεις την όμορφη εμπειρία της υποδοχής του επισκέπτη σου με τους ήχους του Zucca Dreams. Σε κάθε χώρο, να υπάρχει μία διαφορετική ατμόσφαιρα, που να προσθέτει στην εμπειρία.
Κάθε βράδυ, είναι σαν μία ταινία, σαν ένα μιούζικαλ
Τα ραδιόφωνά μας, έχουν μία κοινή αισθητική και φιλοσοφία, αλλά ταυτόχρονα είναι και διαφορετικά. Πιστεύω πάρα πολύ στην αισθητική. Εξάλλου από τη δική μου ανάγκη, σαν επιχειρηματίας, για τον δικό μου χώρο, τι θα ήθελα να δημιουργήσω, από εκεί ξεκίνησαν όλα. Πώς βλέπω ο ίδιος τη μουσική, και αυτό το έχω περάσει και στη μικρή μου την κόρη Ευριδίκη, η οποία ασχολείται με τη μουσική. Κάθε βράδυ, είναι σαν μία ταινία, σαν ένα μιούζικαλ. Πρωταγωνιστές είναι οι εργαζόμενοι στο μαγαζί και θεατές είναι ο κόσμος. Ο dj είναι ο συνθέτης που γράφει το σάουντρακ της βραδιάς. Είναι κινηματογραφικό το project, πρέπει να βλέπεις έργα, να βλέπεις τον κόσμο που ακούει πρώτη φορά κάποιους ήχους αλλά τους θυμίζει κάτι αυτό που ακούει. Η ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπο του ακροατή, ναι μεν είναι το τραγούδι που τόσο αγαπώ, σκέφτεται, αλλά μου το προσφέρει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Για τον σκοπό αυτό, δουλεύουμε πάρα πολύ στο στούντιο. Όλα μας τα κομμάτια, είναι γραμμένα από την αρχή. Ο ίδιος δεν είμαι μουσικός, έχω πολύ καλύτερους μουσικούς και συνθέτες από εμένα, όμως έχω τη φαντασία και κάνω τη σκηνοθεσία της όλης δημιουργίας.
Στα μελλοντικά μας σχέδια, είναι κατ’ αρχήν το Zucca Radio να γίνει παγκόσμιο. Αλλά και κάτι ακόμη σημαντικό που θέλουμε να κάνουμε είναι να δημιουργήσουμε πρωτότυπες μουσικές. Όμως θα πάρουμε τον χρόνο μας, γιατί ήδη το ενδιαφέρον για το ραδιόφωνο είναι πολύ μεγάλο, με αποτέλεσμα αρκετά ξενοδοχεία και επιχειρήσεις να παίζουν τα συνδρομητικά μας ραδιόφωνα. Εξάλλου, οι συνδρομές μας προσαρμόζονται στους χρόνους και στο προσδοκώμενο κάθε είδους επιχείρησης. Προφανώς, οι επιχειρηματίες έχουν συνειδητοποιήσει το πόσο μεγάλο και ουσιώδες κομμάτι καταλαμβάνει η μουσική, στις υπηρεσίες που προσφέρουν. Όμως και πολλοί ιδιώτες, μας ψάχνουν, μας βρίσκουν και πολλές φορές αναρωτιόμαστε πώς, ιδιαίτερα εάν προέρχονται από άλλες χώρες. Και αυτό είναι ιδιαίτερα συγκινητικό.
Της Σοφίας Κοντογιάννη