Ξεσκονίζω τα βιβλία μου που τα τελευταία χρόνια μαζεύονται όλο και περισσότερα. Μερικά από αυτά μου προκαλούν εντύπωση πώς έκανα την επιλογή και άλλα κυριολεκτικά με πιάνουν τα γέλια σχεδόν ειρωνικά όπου μέσα από αυτά επιχειρούσα κάποτε να «βρω» λύσεις σε κάποιο ψυχολογικό μου μπέρδεμα (π.χ Πώς να χάσετε κιλά!/ Oι ενδείξεις ότι δεν σας αγαπάει!)
Ανάμεσα σε άλλα εκεί που έχω βιβλία της ιστορίας, βλέπω τη «Λωξάνδρα» και αμέσως ξυπνάνε παιδικές μνήμες από τα 30 επεισόδια που προβλήθηκαν από τις 19 Ιανουαρίου έως τις 16 Αυγούστου 1980, από την ΕΡΤ. Ήταν από τις τελευταίες ασπρόμαυρες σειρές και από τις παλαιότερες σειρές που διασώζονται στο Αρχείο της ΕΡΤ.

Δυστυχώς δεν θυμάμαι πόσο ετών ήμουν όταν το διάβασα, αφού τότε ως παιδί η τηλεόραση ήταν για μας κάτι ξεχωριστό…Η Μαρία Ιορδανίδου έγραψε το βιβλίο το 1963, όταν ήταν ήδη εξήντα έξι χρόνων, επειδή – έλεγε – δεν ήθελε αυτά τα λίγα πράγματα που ήξερε να τα πάρει μαζί της. Η Λωξάντρα είναι η ιστορία της γιαγιάς της: Μέσα από αυτήν, η Μαρία Ιορδανίδου ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ακόμα και «τώρα, που όλα αυτά πέρασαν και το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο με λαογραφικά στοιχεία για τη διαμόρφωση των σπιτιών, τα φαγητά, τους γυρολόγους, τις σχέσεις Ρωμιών – Οθωμανών, το θεσμό της οικογένειας, τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα της εποχής και πολλά άλλα που αποδίδουν το μεσοαστικό περιβάλλον της Πόλης. Έμφαση δίνεται εξαρχής στο φαγητό, με αναφορά στον Κομφούκιο που υποστήριζε ότι η τύχη μας δεν βρίσκεται στα χέρια των θεών αλλά σε αυτών που μαγειρεύουν την τροφή μας. Είναι ενδιαφέρον το τετράστιχο: «Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου και του Χατζή μπεκίρ ο τρυφερός λαιμός σου». / «Ο κάθε λόγος σου σαν ραβανί αφράτος και σαν Αιβάν- Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος».
Ίσως αυτή η μορφή ήταν και η αφορμή να λατρέψω την Κωνσταντινούπολη. Όταν η Λωξάντρα τελείωνε το μαγείρεμα, έβγαζε την ποδιά της κουζίνας, έτριβε τα χέρια της με λεμονόκουπα και ανέβαινε στην τραπεζαρία, σέρνοντας από πίσω όλες τις μοσκές της Δύσης και της Ανατολής. Σκορπώντας γύρω της χαρά και ευδαιμονία. Μια από τις μεγάλες στιγμές ευδαιμονίας της Λωξάντρας ήταν και η στιγμή που ξένοιαζε απ’ όλες τις δουλειές, έπινε τον απογευματικό της καφεδάκο και στρώνουνταν στην κόχη του μιντεριού, μέσα στο χαμηλό της ονταδάκι, με το εργόχειρό της στο χέρι.
«Η Λωξάντρα καταφέρνει, μέσα από τις απεριόριστες ώρες στην κουζίνα της και τη διαδρομή μισού αιώνα ζωής, να μεταφέρει την ιστορία ενός κομματιού της ελληνικής ιστορίας χωρίς διδακτισμό και μεγαλοϊδεατισμούς, χωρίς προσπάθεια εντυπωσιασμού για τα μεγάλα και πλούσια που χάσαμε. Οι ιστορίες της οικογένειας και των γύρω από αυτήν εξελίσσονται με αρχή και τέλος στα οικογενειακά τραπέζια και η Λωξάντρα, μέσα από συνταγές και τεντζερέδια, ξεδιπλώνει τη φιλοσοφία των γυναικών της Πόλης και σίγουρα όχι των μεγαλοαστών, όχι, αλλά εκείνων της καθημερινότητας, της εμπορικής ραχοκοκαλιάς, της μέσης αστικής τάξης που αποτελούσε των κορμών των Ρωμιών».

Ίσως να πρόκειται για το πιο «νόστιμο» βιβλίο της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Οι 247 σελίδες του μοσχοβολούν αρώματα και γεύσεις από εδέσματα, τόπους και συνήθειες της Κωνσταντινούπολης.
Αναρωτιέμαι πόσοι και πόσες από μας αποτέλεσε αφορμή το βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου και στη συνέχεια η προβολή της σειράς να αγαπήσουν την Μικρασιάτικη κουζίνα…
