Τέσσερις φίλες βάλθηκαν με τρελάνουν στην κυριολεξία αφού τους τελευταίους μήνες και μετά από αρκετή σκέψη και έρευνα αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα και να φτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους με τα παιδιά τους σε ένα χωριό της επαρχίας Λεμεσού που πραγματικά (και λυπάμαι) δεν είχα επισκεφθεί ποτέ. Τα αρχιτεκτονικά πλάνα είναι σχεδόν έτοιμα για να αξιολογηθεί το κόστος και η παρέα είναι πανέτοιμη να δώσει πνοή ξανά σε μια περιοχή όπου δεν μένει κανείς. Όνειρο τους όπως μας είπαν είναι να δώσουν ζωή. «Γνωρίζουμε ότι, είτε δεν υπάρχουν οι υπηρεσίες και οι «ανέσεις» που υπάρχουν εδώ που ζούμε, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε, αναφέρει η Μαρία Π.»
«Έχουμε πνιγεί και δεν αντέχουμε το αγχώδη τρόπο ζωής της πόλης. Θέλουμε να αισθανθούμε ελεύθεροι άνθρωποι από τη «βρωμιά» και τη μόλυνση που έχουν κατακυριεύσει τον σύγχρονο τρόπο ζωής και ξέρεις ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε».
Τα πράγματα έχουν ήδη τροχοδρομηθεί και γίνονται όλες οι γραφειοκρατικές διαδικασίες για την εξασφάλιση σχετικών αδειών που ας ελπίσουμε δεν θα πάρει χρόνια. Να σημειωθεί ότι μια από αυτές είναι ζωγράφος, η άλλη γνωστή βοτανολόγος όπου έχει δύο παιδάκια, ενώ ο σύζυγος της ασχολείται με αγροτικές εργασίες.
Η Γεροβάσα-Τρόζενα είναι κοινότητα της επαρχίας Λεμεσού στην Κύπρο. Ουσιαστικά, πρόκειται για 2 χωριά τα οποία είναι σχεδόν ενωμένα το ένα με το άλλο. Διοικητικά αποτελούν μια κοινότητα. Τις τελευταίες δεκαετίες η κοινότητα είναι εγκαταλελειμμένη. Η κοινότητα εξακολουθεί να υφίσταται σαν διοικητική μονάδα, με τον πρόεδρο της κοινότητας να διορίζεται από το Υπουργείο Εσωτερικών.
Bρίσκεται στα σύνορα της επαρχίας Λεμεσού με την επαρχία Πάφου. Απέχει από τη Λεμεσό 42 χιλιόμετρα. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 455 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Στα βόρεια συνορεύει με το Πραιτώρι, στα βορειοδυτικά με τις Κέδαρες, στα δυτικά με το Κίδασι, στα νότια με τη Δορά, στα ανατολικά με τη Μαλιά και στα βορειοανατολικά με το Άρσος.
Στη Γεροβάσα διέμεναν Τουρκοκύπριοι και στην Τρόζενα διέμεναν Ελληνοκύπριοι. Τα δύο χωριά ήταν σχεδόν ενωμένα το ένα με το άλλο. Οι κάτοικοι τους συμβίωναν αρμονικά μεταξύ τους. Κύριες ασχολίες τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία.
Όλη αυτή η περιοχή, σε περιόδους με βροχές, μετατρέπεται σε έναν τεράστιο αποταμιευτικό “σφουγγάρι”. Απορροφά τεράστιες ποσότητες νερού, το οποίο στην συνέχεια και μέσα από υπόγεια μικρά και σχεδόν επιφανειακά υδροφόρα στρώματα εξέρχεται από το έδαφος μέσω του κεφαλόβρυσου, το οποίο υπάρχει 50 μέτρα ανατολικά από την εκκλησία Αγίου Γεωργίου.
Αυτό το κεφαλόβρυσο, σε περιόδους με πολυομβρία, δεν είναι αρκετό για να χωρέσει όλη την ποσότητα του νερού για να εξέλθει από τα ασβεστολιθικά πετρώματα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται στις ήπιες πλαγιές χιλιάδες μικρές πηγές. Το νερό από τις πηγές, ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους καταλήγει στο χαμηλότερο σημείο των λόφων όπου και σχηματίζει πρόσκαιρα έναν πολύ αγριεμένο χείμαρρο.
Φωτος: Μάριος Αποστολίδης/Γιάννης Μακρυγιάννης/Ειρήνη Ηλιάδη/Άκης Αριστείδου