Η απόσταξη ροδοστάγματος γινόταν με το καζάνι, με το οποίο βγαίνει και η ζιβανία. Η διαδικασία άρχιζε ύστερα από τη συναρμολόγηση του λέβητα, του λουλλά, και του ψυκτικού σωλήνα που διαπερνούσε πιθάρι. Ρίχνονταν μέσα στο καζάνι τα ροδόφυλλα και προστίθετο νερό ίσου βάρους, δηλαδή για κάθε μια οκά ροδόφυλλα μια οκά νερό. Σφραγιζόταν με αχυροπηλό ή γύψο το στούππωμαν πάνω στο καζάνι (τον λέβητα) και άναβαν τα ξύλα στη νισκιάν που βρισκόταν από κάτω. Ύστερα από τον βρασμό των ροδοφύλλων και του νερού που βρισκόταν μέσα στον λέβητα, άρχιζε να τρέχει σταγόνα-σταγόνα το ροδόσταγμα από την εξαγωγή του ψυκτικού σωλήνα που διαπερνούσε πιθάρι με νερό μέσα σε μπουκάλια που τοποθετούνταν από κάτω.
Πρώτο και καλύτερο προϊόν της απόσταξης ήταν τα αιθέρια έλαια, τα οποία περισυλλέγονταν σε μπουκάλι και έμελλαν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν στη συμπλήρωση του περιεχομένου όλων των άλλων μπουκαλιών για να υπάρχει ίση κατανομή τους. Η αποθήκευση του ροδοστάγματος γινόταν, είτε απευθείας μέσα σε γυάλινα μπουκάλια, είτε σε λαμιντζάνες [νταμιτζάνες] που έκλειναν με φελλό, και φυλάγονταν στα σώσπιτα [δωμάτιο προσκολλημένο στο δίχωρο] μακριά από το φως για να διατηρείται η μυρωδιά. Για προστασία από το φως, το γυαλί των μπουκαλιών ήταν σκούρου κόκκινου χρώματος, ενώ οι λαμιντζάνες ήταν καλυμμένες με ενσωματωμένο ραφτό ρούχο ή πλεγμένο ψαθί και η φύλαξή τους για μερικούς μήνες επιβαλλόταν, διότι έπρεπε να τους δοθεί χρόνος: «μέχρι να διασπαστεί το έλαιον του και γίνει πτητικόν».
Μικρές ποσότητες ροδοστάγματος μπορούσαν να αποσταχθούν με τον λαμπίκο ή ακόμα και μια απλή χαρκομα(γ)είρισσαν [παραδοσιακή χάλκινη χύτρα]. Ο λαμπίκος ήταν ντενεκεδένιος συμπαγής αποστακτήρας, με τον οποίο γίνεται απόσταξη και πιθανώς να είναι κάπως νεότερης επινόησης. Ακολουθεί τη διαδικασία του καζανιού, αλλά με διαφορετικές διαρρυθμίσεις και πολύ μικρότερο μέγεθος. Πρόκειται για ντενεκεδένιο κουβά που βράζει στη φωτιά, ο οποίος καταλήγει σε στενό λαιμό. Πάνω από τον κουβά με τον στενό λαιμό επικαθόταν ένας άλλος κουβάς του οποίου ο πυθμένας ήταν κωδωνόσχημος και βρισκόταν πολύ πιο πάνω από τη βάση του για να δημιουργείται κενό. Το δεύτερο δοχείο γέμιζε με κρύο νερό και ήταν ο ψυκτήρας. Όταν οι υδρατμοί έφταναν μέχρι τη βάση του, υγροποιούνταν και συγκεντρώνονταν σε σωλήνα, ο οποίος έβλεπε προς τα κάτω για να μεταφέρεται το ροδόσταγμα στις φιάλες, που τοποθετούνταν κάτω από το άνοιγμά του.
Μικρές ποσότητες ροδοστάγματος μπορούσαν να παραχθούν και με τη χρήση της χαρκομαείρισσας. Η απόσταξη με τη χαρκομαείρισσαν ήταν απλή. Ρίχνονταν τα ροδοπέταλα μαζί με νερό μέσα σε μια χύτρα και πάνω από αυτά έμπαιναν δύο τούβλα για να υποστηρίζεται μια κούπα, χωρίς να ακουμπά μέσα στο νερό με τα ροδόφυλλα. Η χύτρα έκλεινε με το κωνικό καπάκι της ανάποδα, έτσι ώστε η κορυφή του κώνου να βλέπει προς τα κάτω, δηλαδή το εσωτερικό της μαγείρισσας και ακριβώς πάνω από την κούπα.
Οι περιφέρειες του καπακιού και της χύτρας επιχρίονταν στο σημείο της σύνδεσής τους με ζυμάρι για να μην υπάρχει διαρροή υδρατμών. Το κοίλο της ανάποδης μεριάς του καπακιού γεμιζόταν με κρύο νερό για να παίζει ρόλο ψυκτήρα. Όταν η χύτρα θερμαινόταν και άρχιζε ο βρασμός, οι υδρατμοί που έφταναν μέχρι το καπάκι ψύχονταν και έπεφταν με τη μορφή σταγόνων μέσα στην κούπα που βρισκόταν από κάτω. Όταν μετά από κάποιο χρόνο βρασμού ανοιγόταν η χύτρα, το αποσταγμένο ροδόσταγμα βρισκόταν συγκεντρωμένο μέσα στην κούπα και μπορούσε να μεταφερθεί μέσα στα μπουκάλια φύλαξης.
Ο Μιχάλης Δρούδας κατάγεται από το Δάλι. Εδώ και 40 χρόνια βγάζει ροδόσταγμα με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Τα υλικά που χρειάζονται είναι μόνο τριαντάφυλλα, τα οποία είναι πιο μικρά από τα συνηθισμένα, χρώματος απαλού ροζ και διακρίνονται για το πολύ δυνατό άρωμα τους. Όταν τα μάζευαν από τις τριανταφυλλιές (τις μυρωδάτες όπως τις έλεγαν) τα έβαζαν στο κάτω του μέρος του καζανιού- είδος λαμπίκου, που χρησιμοποιούσαν για την απόσταξη της ζιβανίας αλλά μικρότερου μεγέθους- προσθέτοντας μπόλικο νερό. Άναβαν φωτιά με τα ξύλα κάτω από το καζάνι και τα άφηναν εκεί να κοχλάσουν και να δημιουργηθεί ατμός.
Στο πάνω μέρος του καζανιού υπήρχε ένα κενό όπου το γέμιζαν με κρύο νερό, το οποίο όταν ζεσταινόταν το αντικαθιστούσαν (κάθε 70 με 75 περίπου λεπτά) με κρύο. Με αυτό τον τρόπο ο ατμός που δημιουργούνταν με την βράση των τριαντάφυλλων, έπαιρνε υγρή μορφή. Στο ενδιάμεσο υπήρχε μια μικρή εκροή, βρυσούλα απ’ όπου έφευγε το υγρό κι έπεφτε σ’ ένα κανάτι ή άλλο δοχείο. Ο υγροποιημένος ατμός ήταν το ροδόσταγμα.
Η όλη διαδικασία διαρκούσε περίπου δύο ώρες. Το ροδόσταγμα έχει υπέροχο άρωμα με αντιβακτηριακές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες – αλλά και σε βρώσιμη μορφή – Έχει πολλές χρήσεις κι εφαρμογές που είναι εξαιρετικά ωφέλιμες και όχι και πολύ διαδεδομένες.
Με πληροφορίες:foodmuseum