Προσπαθώ να σκεφτώ τι άφησε σε μας, η παρουσία σου στη ζωή μας. Βάζω τις σκέψεις σε τάξη, ανάβω ένα τσιγάρο και κάθομαι αναπαυτικά στην καρέκλα – προσπαθώντας έτσι να σε «μιμηθώ» και να φτάσω με τη φαντασία μου σε εκείνα τα χρόνια –τα παλιά – τα παιδικά – τα εφηβικά και τα «λίγο πριν φύγεις».
Ήσουν ο «Θείος που έκανε παρέα με την νεολαία». Ήσουν πάντα σε μια θαυμάσια καρέκλα, που έμοιζε με θρόνο. Με το κεφάλι γερμένο ελαφρά πίσω απέπνεες έστω και έτσι ζωντάνια και κέφι. Τραγουδούσες, έπαιξες φυσαρμόνικα, κάπνιζες πούρο, έλεγες ιστορίες που δεν γράφονται για τους «φίλους» πολιτικούς και άλλους της «κοσμικής» χώρας μιας άλλης εποχής.
Δεν μπορώ να σε συνδέσω παρά μόνο με τα γλέντια και τα τραπέζια της Κυριακής και κάθε γιορτής –αλλά κάθε γιορτής. Στοίβα τα πιάτα να πηγαινοέρχονται, να «δίνεις» εντολές να φάμε και άλλο – λες και θα τέλειωνε ποτέ το φαγητό από το τραπέζι που έφτιαχνε η Γιαννούλα σου. Έσπαγες πιάτα σε κάθε ζεϊμπέκικο που χορεύαν τα ξαδέλφια, εκείνα τα Πρωτοχρονιάτικα και Πασχαλινά τραπέζια, που θέλαμε «οδηγό επιβίωσης» να ανταπεξέλθουμε και μας έλειψαν τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια.
Χαίρομαι και το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας που δεν σε είδα να σβήνεις. Που η πανδημία δεν επέτρεψε να σε δω να μαραζώνεις και να υποφέρεις. Θέλω να σε θυμάμαι έτσι όπως σε είδα για πρώτη φορά και μου συστήθηκες: «Ο Θείος Ηλίας».
Όπως καταλαβαίνεις, πρέπει και λίγο να το…φιλοσοφήσεις, ακόμη και αυτό: Το γεύμα, το τραπέζι, ο χορός και κάτι ταξίδια είναι και αυτά μέρος ενός ανθρώπου που φεύγει από τούτη τη ζωή και αφήνει ανοιχτό το δικό μας ημερολόγιο ακόμη να γράφετε. Ο άνθρωπος είναι ΜΟΝΟ στιγμές και το επιβεβαίωσες με τον ποιο τέλειο τρόπο. Σου μοιάζω…Φευγάτος μια ζωή…βιαστικός. Ξέρεις κάτι; «Όλα αυτά που ζήσαμε φτωχοί…του κόσμου η βροχή δεν μας πείραξε έτσι δεν είναι;
Αφού είχαμε ανάμεσα μας εσένα. Αιωνία να είναι η μνήμη σου