Διοίκηση Τάσεις

1920-1933: Η Ποτοαπαγόρευση στην Αμερική

Η περίοδος της ποτοαπαγόρευσης στην Αμερική διήρκησε από το 1920 έως και το 1933 και είχε ένθερμους υποστηρικτές από διάφορες οργανώσεις, από Χριστιανικά κινήματα μέχρι την Κου Κλουξ Κλαν.

Στόχος της ήταν να ελαχιστοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα φαινόμενα φτώχειας και εξαθλίωσης και παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση του αλκοόλ όντως μειώθηκε, οι θάνατοι από κατανάλωση τραγικής ποιότητας παράνομων αποσταγμάτων αυξήθηκαν δραματικά.

Στην κορύφωση της περιόδου, στη Νέα Υόρκη μπορούσε κανείς να βρει περισσότερα από 100.000 κρυφά μπαρ, τα λεγόμενα speakeasy τα οποία μέχρι και σήμερα συνεχίζουν να εμπνέουν εκατοντάδες bartender ανά τον κόσμο. Το ερώτημα ωστόσο δεν μπορεί παρά να είναι ένα: Ήταν τόσο καλή εκείνη η περίοδος;

Η ποτοαπαγόρευση ενέπνευσε την δημιουργία μιας νέας γενιάς ενηλίκων η οποία επέμενε να φέρεται σαν σχολιαρόπαιδο και αναζητούσε όλο και πιο περίεργους τρόπους για να πίνει στα κρυφά. Ήταν η περίοδος που αποτέλεσε έμπνευση για κατά τα άλλα καινοτόμους νέους bartender. Ισχύουν όμως τα παραπάνω ή κατά βάθος πρέπει απλώς να μιλάμε για μια τρομερά σκοτεινή περίοδο η οποία υποκινούνταν από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που έσερναν την “πατρίδα της ελευθερίας” από τον λαιμό;

Μην πίνετε νερό. Μην αναπνέετε

Γιατί θεσπίστηκε η ποτοαπαγόρευση; Απλό. Βρισκόμασταν στην περίοδο κατά την οποία το πόσιμο νερό είχε αρχίσει να φτάνει παντού κάτι το οποίο όσοι είχαν συμφέροντα ή είχαν ασχοληθεί με την επέκταση του δικτύου του, ήθελαν σαφώς να εκμεταλλευτούν. Τι πιο απλό λοιπόν από το να υπερτονίσουν τα οφέλη σου, κατακρημνίζοντας ταυτόχρονα το “σατανικό ποτό”; Ήταν λοιπόν η τέλεια περίοδος μιας και αν εφάρμοζαν έναν τέτοιο νόμο νωρίτερα δεν θα έβρισκαν κανέναν υποστηρικτή. Το νερό ως τότε ήταν τόσο βρώμικο που ήταν ακόμη και αιτία θανάτου από τις δεκάδες αρρώστιες που έσερνε μαζί του. Όλοι λοιπόν από αρχαιοτάτων χρόνων ήξεραν πως για να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό τους σύστημα έπρεπε να καταναλώνουν αλκοόλ.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ακόμη το νερό ήταν τρομερά επιβλαβές για την υγεία, ο μέσος Αμερικάνος κατανάλωνε περίπου 7 γαλόνια αποστάγματος τον χρόνο, τα οποία κυρίως ήταν ρούμι, brandy, gin ή ουίσκι. Ο καφές και το τσάι ήταν πολύ ακριβά, ενώ οι μπύρες τύπου stout ή ale είχαν μικρή διάρκεια ζωής. Το παγωμένο νερό τότε έλεγαν πως είναι επικίνδυνο ενώ οι δημόσιες αντλίες νερού στην Φιλαδέλφεια έφεραν στο πλάι τους μεγάλες ταμπέλες οι οποίες ανέγραφαν χαρακτηριστικά: “Θάνατος σε όποιον πίνει γρήγορα”.

Αλλά ακόμη και στην Νέα Υόρκη η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Τα λύματα των ποταμών Hudson και East είχαν πάρει μορφή βάλτου, και τα αβαθή νερά περιμετρικά του Manhattan ήταν εστίες μικροβίων. Καθώς όμως ο πληθυσμός της πόλης άρχισε να αυξάνεται δραματικά, κάτι αντίστοιχο έγινε και με την επιτακτική πλέον ανάγκη για καθαρό νερό. Έτσι, το 1837 στήθηκε το πρώτο υδραγωγείο εκεί όπου σήμερα είναι το Central Park, του οποίου το νερό έρχονταν από 40 χλμ βόρεια, από την περιοχή του Coron. Ταυτόχρονα όμως με την έλευση του πόσιμου νερού στη Νέα Υόρκη άρχισε να παρατηρείται τρομερή μείωση στην κατανάλωση του αλκοόλ, κάτι το οποίο φυσικά παρατηρήθηκε και σε άλλες περιοχές που βίωναν αντίστοιχη φάση. Μέχρι λοιπόν το 1845 η ετήσια κατανάλωση του μέσου Αμερικάνου είχε μειωθεί στο 1,5 γαλόνι το χρόνο.

Από την άλλη, είχαμε και την περίπτωση του ευφυούς Γερμανού Χημικού Johann Tobias Lowitz ο οποίος το 1785 υποστήριξε πως απλώς ανακατεύοντας αποστάγματα δημητριακών με σκόνη άνθρακα μπορούσαμε να αφαιρέσουμε κάθε ίχνος εστέρων και ελαίων που έκαναν το ποτό να είναι επιθετικό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα έκτοτε τα αποστάγματα να γίνουν πολύ καλύτερης ποιότητας, ενώ η τεχνική του ενέπνευσε και επιπλέον ανθρώπους, σαν τον Henry Doulton, ο οποίος σχεδίασε κεραμικά φίλτρα νερού ενισχυμένα με άνθρακα για να απομακρύνει τα βακτήρια από το νερό.

Το πόσιμο νερό ήταν αδιαμφισβήτητα μία ευχάριστη επανάσταση και για τις δύο πλευρές του Ατλαντικού.Έδωσε όμως βήμα σε ένθερμους υποστηρικτές της εκκλησίας να αναπτύξουν ένα κίνημα που θα γινόταν τόσο ισχυρό που θα έμενε στην ιστορία.

Οι πεποιθήσεις της εποχής

Το 1789, μία ομάδα 200 αγροτών από το Κονέκτικατ άρχισε να προωθεί μια καμπάνια υπέρ της απαγόρευσης της δημιουργίας ουίσκι, και μάλιστα σε μία περίοδο που η παραγωγή του από μετανάστες από Σκοτία και Ιρλανδία ήταν στην κορύφωσή της. Η εισχώρηση όμως των μεταναστών στα “δικά τους χωράφια” ήταν κάτι που τους ενόχλησε πολύ και έτσι το 1784 άρχισαν να μοιράζουν φυλλάδια, υπογεγραμμένα από τον Dr.Benjamin Rush, με τίτλο “Οι επιπτώσεις του αλκοόλ στο ανθρώπινο σώμα, και οι επιδράσεις του στην ευτυχία της κοινωνίας”.

O Rush ωστόσο δεν ήταν υπέρ της ποτοαπαγόρευσης. Μάλιστα, είχε αντιμετωπίσει τόσους πολλούς αλκοολικούς στρατιώτες κατά την διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης που πίστευε πως τα προβλήματα που δημιουργούσε το αλκοόλ μπορούσαν να ιαθούν. Το κείμενό του λοιπόν ήθελε απλώς να επιστήσει την προσοχή στην κατανάλωση με μέτρο, κάτι το οποίο στρέβλωσαν ολοκληρωτικά οι υπέρμαχοι της εκκλησίας προκειμένου να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα.

Η απόφαση για περιορισμό των πωλήσεων και της κατανάλωσης των αποσταγμάτων έφτασε σύντομα σε 8 πολιτείες, ξεκινώντας από την Βιρτζίνια (1800) και τη Νέα Υόρκη (1808). Οι ιεροκήρυκες άρχισαν άμεσα να λένε στους λόγους τους πως η κατανάλωση αλκοόλ οδηγούσε σε ηθική εξαθλίωση, σε πορνεία, σε ενδοοικογενειακή βία και κάθε είδους εγκληματική δραστηριότητα. Ακούστηκε μάλιστα πως ακόμη και για να καταπολεμηθεί η σκλαβιά αλλά και για να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου οι γυναίκες έπρεπε πρώτα να σταματήσει ο κόσμος να καταναλώνει αλκοόλ.

Στις 13 Φεβρουαρίου 1826 δημιουργήθηκε στη Βοστώνη το πρώτο επίσημο κίνημα κατά του αλκοόλ το οποίο έφερε το όνομα American Temperance Society, από τους ιεροκήρυκες Lyman Beecher και Dr. Justin Edwards και οι υποστηρικτές του εξαπλώθηκαν σύντομα σε ολόκληρη την χώρα. Μέσα σε δέκα χρόνια τα μέλη του έφταναν τα 1,5 εκατομμύρια, το 10% δηλαδή του τότε συνολικού πληθυσμού της χώρας. Οι ακτιβιστές άρχισαν να οργανώνουν τρομερές καμπάνιες. Ενημέρωναν τους εργοδότες πως εάν έδιναν έστω και την παραμικρή ποσότητα αλκοόλ στους εργαζομένους τους, αυτό θα μείωνε αισθητά την απόδοσή τους. Έλεγαν στις γυναίκες πως η κατανάλωση αλκοόλ θα έκανε τους άντρες τους άπιστους. Χρειάστηκε όμως να γίνει κάτι πολύ πιο δραστικό από ένα θρησκευτικό κίνημα για να γίνει το αλκοόλ τόσο μισητό, σχεδόν από όλους.

Η ευθύνη στους μετανάστες

Η Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1840 δέχτηκε το πρώτο μεγάλο κύμα μεταναστών. Οι Γερμανοί που έφτασαν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού αναζητώντας πολιτική και πνευματική ελευθερία, έφεραν μαζί τους και στοιχεία της κουλτούρας τους: Το χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα νηπιαγωγεία, τα hot dog, τα hamburger, και την lager. Ο Nicholas Seitz μάλιστα, εκείνη την χρονιά εγκαινίασε ένα ζυθοποιείο στην 13th Street του Μανχάταν για να εξυπηρετεί τους ολοένα και περισσότερους κήπους του Greenwich Village στους οποίους μαζεύονταν για να πίνουν μπύρα.

Οι κήποι αυτοί ωστόσο δεν είχαν καμία σχέση με σαλούν. Ήταν μέρη στα οποία μαζεύονταν οι οικογένειες των Γερμανών μεταναστών για την βόλτα τους και στα οποία απλώς συνήθιζαν να πίνουν Lager. Αποτελούσαν ορισμένα από τα ελάχιστα σημεία στα οποία μπορούσαν να κοινωνικοποιηθούν, να μιλήσουν μεταξύ τους την ίδια γλώσσα, να διασκεδάσουν με μουσική και θεατρικές παραστάσεις και να φάνε τα αγαπημένα τους βιενέζικα σνίτσελ. Οι κήποι άρχισαν να γίνονται συνήθεια όλο και για περισσότερους Γερμανούς μετανάστες, κάτι το οποίο δεν άρεσε καθόλου στους καθώς πρέπει Αμερικανούς και που σε συνδυασμό με το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα των Ιρλανδών, που επίσης λάτρευαν το αλκοόλ, τους εξαγρίωσε.

Η μεγάλη περίοδος της πείνας των Ιρλανδών, η οποία διήρκησε μεταξύ του 1845 και του 1852, είχε σαν αποτέλεσμα μια τεράστια έξοδο από την χώρα εξαθλιωμένων αγροτών και πάμφτωχων εργατών. Σε αντίθεση λοιπόν με τους Γερμανούς, οι μετανάστες της Ιρλανδίας δεν ήταν ούτε εύποροι, ούτε μορφωμένοι. Οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν από μικρά χωριά και επαρχίες και έτσι το μόνο που μπορούσαν να πάρουν μαζί τους στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ήταν η εμπειρία τους για το ουίσκι, η Stout μπύρα και η κουλτούρα της ταβέρνας. Οι Ιρλανδοί ήταν εντελώς ανεπιθύμητοι όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σύντομα μάλιστα κάτω από τις αγγελίες που κρέμονταν από τις πόρτες των μαγαζιών, άρχισε να συμπληρώνεται η φράση “εξαιρούνται οι Ιρλανδοί”.

H “εγκράτεια” πλέον είχε αναχθεί σε πατριωτικό ζήτημα το οποίο κορυφώθηκε με την δημιουργία ενός αμερικανικού κόμματος το οποίο τασσόταν βιαίως κατά των μεταναστών. Σε μια προσπάθεια λοιπόν να τονίσουν τις πολιτισμικές διαφορές των μεταναστών με τους “πραγματικούς” Αμερικάνους, οι ηγέτες του κόμματος εισηγήθηκαν την ποτοαπαγόρευση. To κόμμα ιδρύθηκε το 1851 και ψήφησε το νόμο της ποτοαπαγόρευσης στο Maine. Μέσα σε 3 μόλις χρόνια, η απόφαση είχε εξαπλωθεί σε 12 ακόμη πολιτείες.

H Νέα Υόρκη συνηγόρησε με τις πολιτείες αυτές το 1855 και μάλιστα θέσπισε και έναν νόμο ελέγχου της πώλησης του αλκοόλ με σκοπό “την καταπολέμηση της μέθης, της εξαθλίωσης και της εγκληματικότητας”, ο οποίος όριζε πως: “Κανένα πανδοχείο, μικρό εστιατόριο ή ξενοδοχείο ή άτομο με άδεια πώλησης αλκοόλ δεν μπορεί να πουλήσει ή να δωρίσει σκληρό αλκοόλ ή κρασί τις Κυριακές ή οποιαδήποτε άλλη μέρα διεξάγονται εκλογές ή συναντήσεις στο δημαρχείο”.

Γιατί όμως να κλείσουν οι επιχειρήσεις αυτές τις Κυριακές; Οι περισσότεροι άντρες εργάζονταν 6 ημέρες την εβδομάδα και τους απέμενε μονάχα η Κυριακή για διασκεδάζουν. Επιπλέον οι ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι ήταν κυρίως Ιρλανδοί και Γερμανοί, εκείνη την ημέρα σημείωναν τα μεγαλύτερα κέρδη τους καθώς όλοι είχαν ως συνήθεια να πίνουν τότε. Κάπως έτσι λοιπόν, έστω και μερικώς η ποτοαπαγόρευση άρχισε να απλώνει τα πλοκάμια της και στη Νέα Υόρκη. Το αμερικάνικο όμως κόμμα των υποστηρικτών της δεν αρκέστηκε σε αυτό…

Ό, τι απαγορεύεις, δυναμώνει

Η καμπάνια του Λίνκολν κατά της δουλείας που σημειωνόταν εντονότερα στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, δεν του εξασφάλισε μόνο την Προεδρία της Αμερικής, αλλά σχεδόν οδήγησε στον αφανισμό του αμερικανικού κόμματος που τασσόταν υπέρ της. O εμφύλιος ήταν πλέον κοντά.

Ως την επανάσταση του 1776, οι Αμερικανοί στρατιώτες συνήθιζαν να πίνουν πολύ και αυτό δεν άλλαξε ούτε στον εμφύλιο. Μέχρι τα μέσα του, η μπύρα και το αλκοόλ φορολογούνταν τρομερά και αυτό για να μειωθούν τα έξοδα του στρατού. Έξι χρόνια αργότερα, ο φόρος ανέβηκε ακόμη περισσότερο αλλά όσο κι αν αυξανόταν, δεν φαινόταν να επηρεάζει την κατανάλωση του αλκοόλ.

Ταυτόχρονα ωστόσο, εκτός των μεγάλων μητροπόλεων οι Αμερικανοί πολίτες είχαν να αντιμετωπίσουν και τους ιεροκήρυκες οι οποίοι προκειμένου να πείσουν για τις αντιλήψεις τους κατά του αλκοόλ, στράφηκαν στους αμόρφωτους επαρχιώτες και ιδίως στις γυναίκες τους.

Ιδρύθηκε μάλιστα και ένα θρησκευτικό κίνημα “υπεράσπισης της ηθικής” με το όνομα Women’s Christian Temperance Union, το 1874, στο Οχάιο. Οι πεποιθήσεις των μελών του είχαν σαφώς την ποτοαπαγόρευση ως πρωταρχικό στόχο, ωστόσο εισηγούνταν και επιπλέον ενέργειες για την υπεράσπιση των γυναικών και των δικαιωμάτων τους, μεταξύ των οποίων η πάταξη της εκμετάλλευσής τους από τους εργοδότες, η απαγόρευση της πορνείας και η απαγόρευση των “σαχλών” δραστηριοτήτων όπως το Golf τις Κυριακές. Οι “μη Αμερικανίδες”, όπως οι Καθολικές, οι Εβραίες, οι Αφροαμερικανές και οι μετανάστριες, δεν μπορούσαν να γίνουν μέλη του κινήματος. Οι ιδρύτριες του μάλιστα, πίστευαν πως για την εξάπλωση του αλκοολισμού ευθύνονται κυρίως οι μετανάστες και συγκεκριμένα οι Ιρλανδοί και Γερμανοί. Τα σαλούν, οι κήποι για μπύρα και οι μετανάστες μπήκαν και πάλι στο στόχαστρο.

Από το 1874 ορισμένοι κυβερνήτες πολιτειών υιοθέτησαν μία νέα τακτική για την μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ: Να αυξήσουν την άδεια πώλησης αλκοόλ στα περίπου 500-1.000 δολάρια (ποσό το οποίο αντιστοιχεί σε σημερινά 12.000-24.000 δολάρια). Οι παράνομες όμως πωλήσεις ήταν αυτές που στήριζαν τις οικογένειες της εργατικής τάξης, την ίδια στιγμή που η μεσαία τάξη βρήκε σε αυτές ό, τι αναζητούσε. Αντίστοιχες αποτυχημένες προσπάθειες σημειώθηκαν και στην Pennsylvania, όπου το 1888 αποφασίστηκε η άδεια των σαλούν να αυξηθεί από τα 50 δολάρια στα 500. Αποτέλεσμα; Τα σαλούν να μεταμορφωθούν σε μια νύχτα σε speakeasy μπαρ…

Μιλάτε χαμηλόφωνα

Όπως ανέφερε κάποια εφημερίδα του Ohio: “Στο Pittsburgh, τα μέρη που πωλούν αλκοόλ χωρίς άδεια τα αποκαλούν speakeasy”. Η νέα “μόδα” λοιπόν φέρεται να ξεκίνησε στην περιοχή του McKeesport, λίγο έξω από το Pittsburg και συγκεκριμένα από την Kate Hester, ιδιοκτήτρια σαλούν η οποία φώναζε στους πελάτες της “Μιλάτε χαμηλόφωνα (speak easy), κύριοι”. Σύντομα, τα “νέα” μαθεύτηκαν και στα μέρη που πωλούσαν αλκοόλ χωρίς άδεια περισσότερων πολιτειών και σύντομα όλοι συνήθιζαν να πίνουν σε speakeasy μέρη, και άρα να μιλούν χαμηλόφωνα, προκειμένου να μην κεντρίσουν τα βλέμματα της αστυνομίας.

Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος για τον οποίο τα μπαρ που λειτουργούσαν την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης ονομάστηκαν speakeasy. Περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα είχε δημοσιευτεί στα μέσα, μια ιστορία ενός πατέρα που μιλούσε στον γιό του πολύ δυνατά, με αποτέλεσμα να λαμβάνει πάντα ως απάντηση το “μίλα πιο χαμηλόφωνα μπαμπά”. Τα μέσα εκμεταλλεύτηκαν την ιστορία αυτή και έτσι σύστηναν στον κόσμο να μιλάει πάντα χαμηλόφωνα σε ένδειξη κομψότητας. Έτσι, ο κόσμος είχε μάθει πλέον για τα καλά την έννοια του speakeasy η οποία ωστόσο πλέον είχε αποκτήσει και μια ακόμη έννοια: Μιλάω χαμηλόφωνα πλέον μεταφορικά σήμαινε πίνω με μέτρο, πίνω ενσυνείδητα.

Ο πρώτος παγκόσμιος και η ανάμειξη του Wilson

Μεταφερόμαστε στις 28 Ιουλίου 1914, την ημέρα που ξεκίνησε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ήταν τότε που η Αυστρο-Ουγγαρία εισέβαλε στη Σερβία και η Γερμανία σε Βέλγιο, Γαλλία και Λουξεμβούργο. Και μπορεί η Αμερική να μην μπήκε στη μάχη μέχρι τις 6 Απριλίου 1917, ωστόσο οι αντιγερμανικές κοινότητες είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται για τα καλά στην χώρα, ιδίως μετά από την πυρπόληση και βύθιση ενός Αμερικάνικου πλοίου από γερμανικό υποβρύχιο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν την ζωή τους 128 Αμερικάνοι. Οι εφημερίδες της Νέας Υόρκης τότε δημοσίευαν λίστες με ονόματα Γερμανο-Αμερικανών με τίτλους που τους υποδείκνυαν ως εχθρούς και έτσι ιδίως στις μεσοδυτικές πολιτείες όπου διέμεναν πάρα πολλοί Γερμανοί- παραγωγοί lager, οι διαμάχες ήταν έντονες και συνήθως και αρκετά βίαιες.

Το Νοέμβριο του 1917 μάλιστα, ο Πρόεδρος Woodrow Wilson, ανακοίνωσε πως οι Γερμανο-Αμερικανοί άντρες άνω των 14 ετών απαγορεύονταν πλέον να εργάζονται αλλά και να ταξιδεύουν, κάτι που σύμφωνα με δημοσιεύματα της περιοχής επηρέασε 130.000 οικογένειες μόνο από τη Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ.Όσοι τάσσονταν υπέρ της ποτοαπαγόρευσης δεν έχασαν ευκαιρία να υποστηρίξουν πως έπρεπε για πατριωτικούς πλέον λόγους να διαφυλάξουν τα σιτηρά για δική τους χρήση, υποδεικνύοντας παράλληλα πως όποιος πίνει μπύρα ή αλκοόλ, δεν αγαπά την πατρίδα του.

Αυτό είχε φυσικά σαν αποτέλεσμα τα ζυθοποιεία να πληγούν άμεσα κάτι το οποίο επηρέασε και τις μπυραρίες και τους κήπους που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί μετανάστες. Στον Αμερικάνικο πατριωτισμό και τις στεγνές από αλκοόλ προϋποθέσεις του δεν άργησαν να συνηγορήσουν και τα γυναικεία σωματεία αλλά και οι οργανώσεις που τάσσονταν κατά των σαλούν. Όλοι τους είχαν πλέον ένα μότο: “Ένα πραγματικό Αμερικάνικο έθνος, ήταν ένα έθνος που δεν έπινε στάλα αλκοόλ”.

Ο Πρόεδρος Wilson είχε ήδη αυτοκτονήσει πολιτικά όταν αποφάσισε να μην μπλέξει σε όλη αυτή την διαμάχη τον Αμερικανικό Στρατό. Ο ίδιος μάλιστα, τασσόταν κατά της ποτοαπαγόρευσης. Η πίεση όμως για απαγόρευση του αλκοόλ ήταν τρομερά δυνατή για να την αντέξει το Κογκρέσο και έτσι, κάθε κυβερνήτης πολιτείας που δεν ανήκε σε κάποια “anti-saloon” οργάνωση είχε πλέον δύο επιλογές: Ή να παραιτηθεί, ή να υποκύψει στις πιέσεις.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1918 όμως, η 18η τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος (γνωστή και ως Volstead Act) υπερψηφίστηκε από το Κογκρέσο και ως τις 16 Ιανουαρίου 1919 είχε ήδη υλοποιηθεί από 36 πολιτείες. Ο Wilson έχανε συνεχώς τους υποστηρικτές του, εκτός από όσους έμεναν σε Connecticut ή Rhode Island, τιςμοναδικές πολιτείες που καταψήφισαν την πρόταση.

Για όλα όμως υπήρχε λύση

Τι ακριβώς όμως περιελάμβανε η παραπάνω τροπολογία αναφορικά με το αλκοόλ; “Ένα χρόνο μετά από την υπερψήφιση της συγκεκριμένης τροπολογίας, η δημιουργία, πώληση ή μεταφορά αλκοολούχων, η εισαγωγή ή η εξαγωγή από και προς τις ΗΠΑ, απαγορεύονται ρητώς”.Με απλά λόγια, η παραπάνω πρόταση συνέθλιψε κάθε κινητικότητα, κατανάλωση ή παραγωγή του αλκοόλ μέσα στις Ην. Πολιτείες, μέσα σε μία μόλις μέρα.

Στις 15 Ιανουαρίου 1919, στις 12:40 το μεσημέρι, οι κάτοικοι της Βοστώνης ανακάλυψαν πως η αδρανής μελάσα εξελίσσεται σε απίστευτα γρήγορους ρυθμούς και έτσι από τους -17OC υπό τους οποίους την διατηρούσαν, μέσα σε ένα πρωινό άλλαξαν την θερμοκρασία στους 6οC. Στον προαύλιο χώρο του United States Industrial Alcohol Company μία τεράστια δεξαμενή πλάτους 90 ποδιών γεμάτη με ακατέργαστη μελάσα ετοιμαζόταν να μεταφερθεί στο αποστακτήριο Purity στην Willow Street. Από τον τεράστιο όγκο όμως η δεξαμενή στην διαδρομή έπεσε και όλο της το περιεχόμενο χύθηκε. Ένα 5 μέτρων τσουνάμι από 9.5 εκατομμύρια λίτρα μελάσας έπεσε με φόρα στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού Atlantic Avenue, έσπασε τα κιγκλιδώματα και παρέσυρε το τρένο που περνούσε εκατοντάδες μέτρα παρακάτω. Η κολλώδης μάζα σκότωσε 21 άτομα και τραυμάτισε άλλα 150.

Το περιστατικό αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεαστεί τρομερά η παραγωγή ρουμιού και ιδίως στην περιοχή της Νέας Αγγλίας η οποία από την δεκαετία του 1960 ήταν η ισχυρότερη στην παραγωγή ρουμιού. Οι καμπάνες που ήχησαν τις επόμενες ημέρες όμως δεν ήταν πένθιμες Αντιθέτως, χτυπούσαν χαρούμενα και το περιστατικό θεωρήθηκε σαν μια ακόμη επιτυχία του Volstead Act.

Το ότι σήμανε επισήμως η ποτοαπαγόρευση στις 16 Ιανουαρίου 1920, όμως, δεν σήμαινε πως οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να βρουν αλκοόλ. Η κατοχή και κατανάλωση σε ιδιωτικούς χώρους δεν είχε απαγορευτεί. Ιδίως οι εύποροι Αμερικάνοι είχαν προνοήσει να γεμίσουν τα κελάρια τους με κρασί και αποστάγματα, τοπικά και εισαγόμενα, ενώ επιπλέον χρηματοδότησαν και πολλούς ιδιοκτήτες ιδιωτικών λεσχών να κάνουν το ίδιο. Ακόμη και ο Λευκός Οίκος είχε πλέον αποκτήσει ένα πολύ μεγάλο κελάρι, κάτι το οποίο έγινε μάλιστα με εντολή του νέου Προέδρου, Warran G. Harding.

Παράλληλα, μια ομάδα ανοιχτόμυαλων Αμερικανών και Καναδών επιχειρηματιών, μεταξύ των οποίων και οι Harry Craddock και James Roosevelt (γιος του Theodore), άρχισαν από το 1925 να χρηματοδοτούν με πολύ μεγάλα ποσά τα ξένα αποστακτήρια, θεωρώντας πως στο μέλλον αυτό θα τους γυρνούσε πίσω υπερδιπλάσια χρήματα.

Εκείνη την περίοδο υπήρξαν ορισμένα λαμπρά παραδείγματα bartender όπως ο Harry Craddock και ο Eddie Woelke οι οποίοι μετανάστευσαν σε Βρετανία και Κούβα αντίστοιχα, για να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμά τους και να σερβίρουν εκεί όπου μπορούσαν τους εύπορους Αμερικανούς συμπατριώτες τους. Άλλοι, όπως ο Tom Bullock αποφάσισαν να παραμείνουν στην χώρα τους και να ασχοληθούν μόνο με ιδιωτικές λέσχες, σερβίροντας εκεί τα ποτά τους. Ενώ άλλοι, όπως ο Henry C. Ramos που τότε ήταν ήδη 60 ετών, κατέβασε ρολά και έστειλε όλο του το προσωπικό να δουλέψει στο Μεξικό.

Ποιοι άλλοι έπιναν; Υπήρχαν ορισμένες θρησκείες που επέτρεπαν την κατανάλωση αλκοόλ και μάλιστα οι πιστοί τους αγόραζαν το κρασί της “θείας κοινωνίας” από κρατικούς φορείς. Και οι ιδιώτες όμως μπορούσαν να παράγουν για προσωπική χρήση μια μικρή ποσότητα κρασιού και μηλίτη.

Τα ζυθοποιεία τα οποία είχαν δική τους παραγωγή βύνης, όπως τα Anheuser-Busch, Pabst, Miller και Schlitz, κατάφεραν να επιβιώσουν πουλώντας εκχυλίσματα και σιρόπια βύνης σε φούρνους και στα λεγόμενα “maltand-hop stores” τα οποία παρήγαγαν την “near beer” (μίας μορφής lager η οποία παράγονταν σε υψηλούς αλκοολικούς βαθμούς και αραιώνονταν στην συνέχεια στο 0.5% abv φέροντας την σήμανση “cereal beverage”).Από την άλλη όμως, υπήρχαν και αρκετοί παράνομοι διακινητές οι οποίοι εισήγαγαν στις μπύρες αυτές επιπλέον αλκοόλ με την χρήση βελόνων και δημιουργούσαν τις λεγόμενες “spiked beer” ή “needle beer”.

Οι φαρμακοποιοί έγιναν προμηθευτές αλκοόλ. Ο καθένας μπορούσε να αναζητήσει έναν από τους 35.000 κατόχους άδειας φαρμακείου και να του συστήσει το “spiritus frumenti” (απόσταγμα καλαμποκιού) και μάλιστα για χρήση 1, 2 ή και 3 φορές την ημέρα. Οι συνταγογραφήσεις είχαν διάρκεια μόνο για 7 ημέρες αλλά ήταν αρκετά εύκολο να ανανεωθούν. Μάλιστα, τα αποστάγματα που παρήγαγε η American Medical Spirits Company (η οποία παλαιότερα παρήγαγε το Old Grand Dad ουίσκι) έφτιαχνε πλέον αλκοολούχα “φάρμακα” τα οποία μπορούσαν να “θεραπεύσουν” κάθε πιθανή αρρώστια, από στομαχόπονο και καταρράκτη, μέχρι ζαλάδα και προβλήματα στα νεύρα. Οι 27 φαρμακαποθήκες που υπήρχαν στην χώρα είχαν στην κατοχή τους περισσότερα από 15 εκατομμύρια γαλόνια ουίσκι: αριθμός αρκετά μεγάλος για να “θεραπεύσει” πολλούς. Μάλιστα ορισμένοι δεν συνταγογραφούσαν μόνο ουίσκι, αλλά ακόμη και σαμπάνια, πάντα επικαλούμενοι ιατρικούς λόγους.

Υπήρχαν όμως και φαρμακοποιοί που εισήγαγαν και διακινούσαν ένα ακόμη προϊόν. Τα χωνευτικά bitters δεν είχαν βλέπετε απαγορευτεί. Το Campari και το Fernet Branca συγκεκριμένα ήταν πολύ εύκολο να τα βρει κανείς και μάλιστα επιτρέπονταν μέχρι και να τα φέρουν μαζί τους πίσω στην Αμερική όσοι είχαν ταξιδέψει στην Ευρώπη. Ήταν τότε που η Αμερικάνικη παλέτα άρχισε να γίνεται πιο δεκτική στις πικρές γεύσεις, κάτι που ως τότε δεν μπορούσε κανείς να το φανταστεί.

Πολύ κακά παραδείγματα

Μπορεί τα αποστακτήρια να είχαν κλείσει τις πόρτες τους, όμως την εμφάνισή τους άρχισαν να κάνουν όλο και περισσότεροι παράνομοι παραγωγοί, γνωστοί ως moonshiners. Ένας κοινοτικός χημικός μάλιστα, ο John W. Fonner, ο οποίος ήταν υπεύθυνος να δοκιμάζει τα δείγματα, είχε ανακοινώσει πως το καλύτερο moonshine παρήγαγε το αποστακτήριο Peoria, από το Ιλινόις, το οποίο πριν την ποτοαπαγόρευση είχε υπό την διεύθυνσή του 73 αποστακτήρια ουίσκι και 24 ζυθοποιεία.

Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει πως όλοι οι παράνομοι παραγωγοί έκαναν καλή δουλειά. Αντιθέτως, υπήρχαν πολλοί οι οποίοι έφτιαχναν κυριολεκτικά θανατηφόρες μείξεις καθώς για να κάνουν το ποτό τους να καίει περισσότερο και άρα να δίνει την αίσθηση ότι είναι έντονα αλκοολικό προσέθεταν ακόμη και μεθανόλη ή και αλισίβα με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί και ακόμη περισσότεροι καταναλωτές να ήταν μετά από κάποιο διάστημα είτε τυφλοί, είτε απλώς νεκροί.

Η “σπιτική” παραγωγή ήταν επίσης στα πάνω της. Χρησιμοποιούνταν μάλιστα τόσο μεγάλα μπουκάλια ώστε να χωράνε στις μπανιέρες των σπιτιών τις οποίες γέμιζαν με το απόσταγμα που έφτιαχναν. Για να το αραιώσουν μάλιστα, χρησιμοποιούσαν απλό νερό βρύσης εξ’ ου και τα “bathtub gin”. Όσο λοιπόν έμπειρος κι αν ήταν ο “παραγωγός”, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά να είναι από αρκετά μέτριο έως πολύ κακό.

Τυφλές τίγρεις και άλλα κοντόφθαλμα περιστατικά

Την εμφάνισή τους την ίδια περίοδο άρχισαν να κάνουν και τα λεγόμενα “blind pig” ή “blind tiger” bar τα οποία κατά την ποτοαπαγόρευση ήταν εξίσου δημοφιλή με τα speakeasy, αλλά με πολύ χειρότερο προϊόν και χωρίς ουσιαστικά να αποτελούν μπαρ. Η spiked beer που προαναφέρθηκε, τα moonshine και γενικότερα τα κακής ποιότητας αποστάγματα δίνονταν ως αντάλλαγμα με τα 25 cent που θα έδινε κάποιος για να ρίξει μια ματιά στα… γουρούνια της Γροιλανδίας ή ό, τι άλλο επικαλούνταν ο εκάστοτε ιδιοκτήτης πως διατηρούσε σπίτι του.

Για παράδειγμα στον Αμερικάνικο Νότο υπήρχε ένα παράνομο whiskey shop, τύπου “blind tiger” το οποίο λειτουργούσε έξω από ένα σπίτι. Υπήρχαν λοιπόν τοιχοκολλημένες οδηγίες στο πλαϊνό μέρος του σπιτιού πάνω από μια τρύπα οι οποίες καθοδηγούσαν ακριβώς στο πώς έπρεπε να κινηθεί κανείς: Ο πελάτης έπρεπε να περάσει από την τρύπα ένα άδειο μπουκάλι και κάποιο συγκεκριμένο ποσό. Μετά από λίγα λεπτά, από την ίδια τρύπα θα έβγαινε και πάλι το μπουκάλι, αυτή τη φορά γεμάτο με ποτό.

Στη Νέα Υόρκη μάλιστα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20 υπήρχαν 100.000 speakeasy bar, blind pig και blind tiger σημεία πώλησης. Ορισμένα μάλιστα speakeasy, όπως τα 21 Club και Stock Club έχουν μείνει στις μνήμες πολλών ως ιστορικά μπαρ που δρούσαν κατά την ποτοαπαγόρευση. Οι λάτρεις της jazz από την άλλη, δεν θα ξεχάσουν ποτέ τα Jerry’s Log Cabin, Savoy Ballroom και Cat’s Corner, μέρη στα οποία εμφανίζονταν οι Billie Holiday, Louis Armstrong και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες.

Όπως λοιπόν συνέβαινε και τα προηγούμενα χρόνια με τους κήπους της μπύρας, έτσι και τώρα, τα speakeasy bar ήταν πολλά περισσότερα από ένα μέρος για να πιεί κανείς. Υπήρχε φαγητό, υπήρχε η jazz, οι παραστάσεις, τα cocktail, ακόμη και συγκεκριμένο dress code που έπρεπε να ακολουθήσει κανείς σε πολλά από αυτά. Όλα αυτά, οδηγούσαν πραγματικά σε αξέχαστες βραδιές, τουλάχιστον για όσους μπορούσαν να τις στηρίξουν οικονομικά.

Το Ντιτρόιτ από την άλλη, ήταν μια πόλη της οποίας το βασικό εισόδημα προέρχονταν από την αυτοκινητοβιομηχανία. Κατά την διάρκεια ωστόσο της ποτοαπαγόρευσης, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των κατοίκων της έρχονταν από το ποτό. Αυτό είναι απολύτως λογικό, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως στην περιοχή εκείνη την περίοδο υπήρχαν 45 νόμιμα αποστακτήρια και περισσότερα από 25.000 bling pig και speakeasy μπαρ.

Το Σικάγο ωστόσο ήταν μια πόλη η οποία αγνόησε την ποτοαπαγόρευση από το ξεκίνημά της. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του ήταν Ιρλανδοί, Γερμανοί, Ιταλοί και Πολωνοί, λαοί οι οποίοι λάτρευαν το αλκοόλ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ορισμένα από τα σαλούν του, όπως το Mc Govern’s και το Café Saloon, δεν έκλεισαν καθόλου σε όλη την διάρκεια της απαγόρευσης του αλκοόλ. Αυτό δεν σημαίνει πως στην περιοχή δεν υπήρχαν speakeasy ή blind pig. Έφταναν μάλιστα τα 10.000 σε αριθμό, και μάλιστα τα είχαν υπό την “επιτήρησή” τους ομάδες μαφιόζων. Η Levee Street συγκεκριμένα, στη νότια πλευρά του Σικάγο, ήταν το σημείο όπου δρούσαν ο Big John Torrio και το δεξί του χέρι, Al Capone, οι οποίοι μαζί με την ομάδα τους, μεταξύ άλλων πολλών παράνομων δραστηριοτήτων, ήταν και οι άνθρωποι οι οποίοι διακινούσαν το moonshine, τα bathtub αποστάγματα, ή τα κλεμμένα ρούμια από την Καραϊβική και το ουίσκι του Καναδά.

Όσο για την βόρεια πλευρά της πόλης, οι αντίστοιχες συμμορίες ήταν εκείνες που χειρίζονταν την παραγωγή και την διακίνηση της μπύρας που παράγονταν από 12 ζυθοποιία της περιοχής, μεταξύ των οποίων και τα Sieben Brewery of Chicago και Peter Hand Brewing Company. Όλα τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα τα βίαια περιστατικά να είναι στην ευρύτερη περιοχή του Σικάγο όλο και πιο συχνά, κάτι το οποίο έκανε πραγματικά δύσκολη την ζωή των λιγοστών εναπομεινάντων νόμιμων κατοίκων του.

Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί πως όλα τα παραπάνω, η διατήρηση κελαριού στο σπίτι, η είσοδος στα speakeasy bar, οι γνωριμίες με moonshiner ή γκάνγκστερ, ήταν καταστάσεις που δεν μπορούσαν όλοι να τις σηκώσουν, τουλάχιστον οικονομικά.

Τα τοξικά cocktail

Τα “σπιτικά” αποστάγματα και τα αλκοολούχα γιατροσόφια των φαρμακοποιών, μπορεί να ικανοποιούσαν όσους απελπισμένα αναζητούσαν αλκοόλ, ωστόσο πολλά από αυτά συχνά προκαλούσαν από διάρροιες και κράμπες στο στομάχι, μέχρι νεφρική ανεπάρκεια ή και θάνατο.

Τα χρόνια εκείνα υπήρξαν και αρκετά μελανά παραδείγματα αυτοσχεδιασμού, όπως η κατανάλωση του Τζαμαϊκανού εκχυλίσματος ginger που κυκλοφορούσε ευρέως με το όνομα “Jake”. Το Jake καταναλώνονταν κυρίως χάρη στις ιαματικές του ιδιότητες, αποτελούνταν από 70-80% abv και σκέτο δεν θεωρούνταν επικίνδυνο. Το Jake με Coca Cola σύντομα έγινε ένα πολύ διάσημο cocktail.

Οι αρχές δεν άργησαν να αντιληφθούν πως το Jake είχε βρει τρόπο να τις σκαπουλάρει από τους νόμους της ποτοαπαγόρευσης και έτσι σύντομα όρισαν στους παραγωγούς του να προσθέσουν στην συνταγή του τουλάχιστον 5γρ. φρέσκου ginger ανά κυβικό εκατοστό αλκοόλ, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το “φάρμακο” αυτό να μην πίνεται πλέον καθόλου ευχάριστα. Οι moonshiners λοιπόν, τότε σκέφτηκαν να μειώσουν την προσθήκη του απαιτούμενου φρέσκου ginger και να ισορροπήσουν το αποτέλεσμα με την προσθήκη μελάσας ή ρετσινιού, μόνο και μόνο για να περνάνε τα δείγματα από τους κρατικούς ελέγχους.

Υπήρξαν ωστόσο και ακόμη πιο “ευρηματικοί” παράνομοι παραγωγοί όπως οι Harry Gross και Max Reisman της εταιρείας Hub Products οι οποίοι αντί για μελάσα ή ρετσίνι σκέφτηκαν να αντικαταστήσουν το φρέσκο ginger με φωσφορικό άλας τύπου tri-o-totyl (TOPC), το οποίο χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή βερνικιού και λάκας. Έτσι, περνούσαν τους ελέγχους και ταυτόχρονα έφτιαχναν ένα “ποτό” το οποίο οι καταναλωτές έβρισκαν πιο νόστιμο.

Αυτό ακριβώς όμως ήταν το πρόβλημα. Το TOPC περιείχε μία νευροτοξίνη της οποία η κατανάλωση δημιουργούσε ανεπανόρθωτες βλάβες στο νευρικό σύστημα και ιδίως στην σπονδυλική στήλη. Στις 30 Φεβρουαρίου 1930 το πρώτο περιστατικό “με πόδια που κρέμονταν σαν της μαριονέτας” εισήχθη στο νοσοκομείο. Μέχρι την επόμενη μέρα εμφανίστηκαν αρκετά ακόμη παρόμοια, ενώ μετά από λίγο καιρό ακόμη 65 παράλυτοι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στα επείγοντα. Κανείς δεν ήξερε ακόμη τι προκαλούσε αυτά τα περιστατικά, τα οποία όμως είχαν ήδη πάρει την μορφή επιδημίας κυρίως στις ανατολικές, δυτικές και μεσοδυτικές πολιτείες. Η τακτική κατανάλωση του Jake μετά από μόλις τρεις εβδομάδες οδηγούσε σε ολική παράλυση του νευρικού συστήματος και οι εκφράσεις όπως “jake leg”, “jake walk” ή “jake paralysis” δεν άργησαν να μπουν στο καθημερινό λεξιλόγιο των Αμρικανών.

Τα θύματα ανήκαν κυρίως στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, ενώ οι διαστάσεις της επιδημίας ήταν τόσο μεγάλες και με τόσο γρήγορη εξάπλωση που οι αρχές δεν πρόλαβαν να δράσουν, τουλάχιστον μέχρι το Δεκέμβριο του 1930 όπου κατασχέθηκε ολοκληρωτικά κάθε σταγόνα Jake. Ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των θυμάτων, ωστόσο ορισμένοι υπολογισμοί μιλούν για 30.000 με 50.000 ανθρώπους.

Γυναικεία υπόθεση

Το Κραχ του 1929 και η περίοδος βαθειάς ύφεσης που το ακολούθησε έκαναν τον κόσμο να θέλει να πίνει ακόμη περισσότερο. Μαζί με όλα αυτά, ο μέσος Αμερικάνος είχε να αντιμετωπίσει μια βαθειά οικονομική κρίση, μια τρομερή έξαρση της ανεργίας και της εγκληματικότητας, μια βιασμένη δικαιοσύνη, ένα διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, το τοξικό αλκοόλ, την ανεξέλεγκτη θνησιμότητα και τις φυλακές που δεν μπορούσαν πλέον να αντιμετωπίσουν τον τόσο μεγάλο αριθμό κατηγορουμένων. Η Αμερική είχε γίνει ένα τριτοκοσμικό έθνος με την πλειοψηφία του να διοικείται από εγκληματίες ή διεφθαρμένους. Η ποτοαπαγόρευση πλέον είχε γίνει ένα πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί.

Ακόμη και οι γυναικείες οργανώσεις που παλαιότερα μάχονταν κατά του αλκοόλ, πλέον ζητούσαν την απελευθέρωση της πώλησης και κατανάλωσής του. Μέχρι και οι ορκισμένοι υπέρ της ποτοαπαγόρευσης πολιτικοί, όπως η Pauline Sabin, έφτασαν στο σημείο να κάνουν δηλώσεις μετάνοιας και να λένε πως: “δυστυχώς πίστευα πως ένας κόσμος χωρίς αλκοόλ θα ήταν ένας ευτυχισμένος κόσμος”.

Όλοι είχαν καταλάβει πως όσοι υποστήριζαν την απαγόρευση του αλκοόλ, τελικά έπιναν κανονικά, απλώς με κλειστές τις πόρτες. Η νέα γενιά μεγάλωνε σε μία χώρα που δεν έτρεφε κανένα σεβασμό στην ηγεσία. Η ίδια η Pauline ίδρυσε έναν οργανισμό υπέρ της ανάκλησης της απόφασης για την ποτοαπαγόρευση τον Μάιο του 1929, τον οποίο υποστήριξαν οι γυναίκες αρκετών βιομηχάνων. Σύντομα, οι περισσότερες γυναίκες της μεσαίας τάξης τάχθηκαν με το μέρος της, και μέσα σε 2 χρόνια, η προσπάθειά της μετρούσε περισσότερα από 1,5 εκατομμύρια μέλη, από 41 πολιτείες και από κάθε κοινωνική και οικονομική τάξη.

Η οργάνωση της Pauline όμως δεν έδρασε μόνη. Σύντομα ενώθηκε με διάφορες άλλες, μεταξύ των οποίων και της Ένωσης των Αμερικανών Ξενοδόχων και τελικά όλοι μαζί σύστησαν το United Repeal Council, το οποίο αποτελούνταν τόσο από Ρεπουμπλικάνους όσο και από Δημοκράτες.

Δύσκολοι καιροί

Ήταν τυχαίο που ο πρώην Κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Franklin D. Roosevelt κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 1932; Σε χρόνια βαθιάς ύφεσης υποσχέθηκε αναδιάρθρωση της οικονομίας, προγράμματα ανάκαμψης και ραγδαίες αλλαγές στο τραπεζικό και χρηματιστηριακό σύστημα. Υποσχέθηκε όμως και κάτι ακόμη: Λήξη της ποτοαπαγόρευσης.

Το Κογκρέσο έδρασε άμεσα και στις 20 Φεβρουαρίου 1933 πρότεινε την 21η τροπολογία η οποία θα αναιρούσε άμεσα την προηγούμενη που τάσσονταν υπέρ της απαγόρευσης του αλκοόλ. Ήταν μάλιστα η πρώτη ενέργεια που υπερψηφίστηκε.

Ο Roosevelt δεν έμεινε εκεί, αλλά επιπλέον, στις 22 Μαρτίου 1933 υπέγραψε το νόμο Cullen-Harrison ο οποίος επέτρεπε την παραγωγή και πώληση κρασιού και μπύρας 3.2% αλκοόλ. Θα πίστευε κανείς ότι με την εφαρμογή των παραπάνω η ανάπτυξη της βιομηχανίας του αλκοόλ θα ήταν άμεση, τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι ακριβώς. Αντιθέτως, οποιαδήποτε παραγωγή σημειώθηκε τα πρώτα χρόνια μετά την ποτοαπαγόρευση ήταν αρκετά μέτριας ποιότητας.

Η λήξη της ποτοαπαγόρευσης ήταν μια γλυκόπικρη απόφαση για τους παραγωγούς ουίσκι. Όσοι είχαν καταφέρει να παραμείνουν ενεργοί, και που για μια δεκαετία τώρα συνέχιζαν να αποστάζουν αλκοόλ, πλέον έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι με τρομερές αλλαγές. Δεν είχαν ούτε κεφάλαιο, ούτε δυνατότητα πίστωσης. Πολλοί από τους εργαζόμενούς τους είχαν είτε παραιτηθεί, είτε πεθάνει και έτσι οι γνώσεις τους πάνω στην απόσταξη δεν πέρασαν ποτέ στις επόμενες γενιές. Ακόμη και όταν παράχθηκε το πρώτο ουίσκι, έπρεπε να περάσει χρόνια μέσα στα βαρέλια μέχρι να βγει στην αγορά. Ό, τι από την άλλη παράγονταν γρήγορα, έπρεπε να πωλείται σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, καθώς ο κόσμος ακόμη προσπαθούσε να συνέλθει από την οικονομική ύφεση.

Επιπλέον, μια σειρά από τρομερές καταιγίδες σκόνης που ξεκίνησαν στις 11 Νοεμβρίου 1933, κατέστρεψαν οποιαδήποτε νέα παραγωγή δημητριακών στα χωράφια, ενώ οι κανονικές βροχές επέστρεψαν την περίοδο που η Αμερική ετοιμάζονταν να πάρει μέρος στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το 1941. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όσα σιτηρά είχαν αναπτυχθεί ως τότε να έπρεπε να κοπούν και να γίνουν βρώσιμες προμήθειες για τους στρατιώτες.

Οι βοριοαμερικανοί παραγωγοί ουίσκι αναγκάστηκαν να στείλουν κρυφά το προσωπικό τους στις νοτιοδυτικές ακτές του Ειρηνικού για να προμηθευτούν πατάτες. Ακόμη όμως και τότε, η παραγωγή των αποσταγμάτων τους ήταν τρομερά μέτρια καθώς δεν είχαν την απαραίτητη τεχνογνωσία. Τα ζαχαρότευτλα ήταν μια καλή εναλλακτική ωστόσο ήταν πολύ πιο ακριβά. Έτσι, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν πολλά τεχνητά αρώματα και μπόλικη καραμέλα για να καλύψουν τις τόσες ατέλειες της παραγωγής τους. Η αλήθεια είναι πως η παραγωγή άργησε πολύ να επανέλθει και αυτό έγινε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όταν το marketing και το branding έγιναν “μόδα” και υπογράμμιζαν ασταμάτητα την υψηλή ποιότητα και την αυθεντικότητα των προϊόντων.

Μέσα σε όλα αυτά, όσοι ασχολούνταν κατά την διάρκεια ή τα χρόνια μετά από την ποτοαπαγόρευση με το bartending έπρεπε να γνωρίζουν πολύ καλά πώς να καμουφλάρουν τις δυσάρεστες γεύσεις του κακού αλκοόλ μέσα από τις συνταγές τους. Η ζάχαρη ήταν η πρώτη τους ιδέα. Τα γλυκά ποτά και η χρήση πολλών χυμών φρούτων ήταν δύο από τα βασικότερα χαρακτηριστικά των ποτών της εποχής. Το ρούμι ωστόσο, ήταν το μοναδικό απόσταγμα του οποίου η ποιότητα δεν είχε επηρεαστεί. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως ήταν τότε που αναπτύχθηκε η tiki κουλτούρα και που η Αβάνα έμοιαζε με παιδική χαρά των πλουσίων.

Το οργανωμένο έγκλημα όμως, συνέχιζε να κουμαντάρει την αγορά του ρουμιού. Οι Αμερικάνοι μαφιόζοι πλέον είχαν απλώς ισχυροποιήσει τις σχέσεις τους με τους Κουβανούς παραγωγούς, τις οποίες είχαν αναπτύξει την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης.

Ταυτόχρονα, ο γιος του Franklin Roosevelt και ο μεγιστάνας πατέρας του John F. Kennedy, Joseph, είχαν εδώ και καιρό εξασφαλίσει τα δικαιώματα διανομής του Σκοτσέζικου ουίσκι. Την ίδια περίοδο, ο Kennedy αγόρασε και τα δικαιώματα εισαγωγής του Καναδέζικου ουίσκι με σκοπό την διακίνησή του στο Νότο, και κάπως έτσι, όλα τα παραπάνω είχαν σαν αποτέλεσμα η ντόπια τελικά παραγωγή αποσταγμάτων να αργήσει τρομερά να ανακάμψει.

Μπορεί στις 5 Δεκεμβρίου 1933 η ποτοαπαγόρευση να άρθηκε από 36 πολιτείες, ωστόσο ακόμη υπήρχαν ένθερμοι υποστηρικτές της, όπως για παράδειγμα οι κάτοικοι της Βόρειας και Νότιας Καρολίνας. H άρση, απάλλαξε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση από τα καθήκοντά της σχετικά με το αλκοόλ, μία κατάσταση με την οποία πλέον έπρεπε να έρθουν αντιμέτωπες οι κοινοτικές και τοπικές αρχές. Ακόμη και σήμερα, 19 πολιτείες διατηρούν το μονοπώλιο στην πώληση του αλκοόλ, ενώ υπάρχουν ακόμα περιοχές, χωριά και κωμοπόλεις που δεν καταναλώνουν αλκοόλ.

Σταμάτησε όμως όντως η ποτοαπαγόρευση όταν ο πρόεδρος Roosevelt έπινε τα Martini του στον Λευκό Οίκο το βράδυ που αποφασίστηκε η άρση της; Προφανώς και όχι. Η βιομηχανία του αλκοόλ στην Αμερική προσπαθεί ακόμη και σήμερα να συνέλθει από την τεράστια ζημιά, κάτι στο οποίο βοηθούν τρομερά οι bartender που φέρνουν στο προσκήνιο συνταγές cocktail που υπήρχαν προ της ποτοαπαγόρευσης, και που αντιμετωπίζουν το μέλλον τους με τρομερό επαγγελματισμό.

Η κληρονομιά

Σήμερα, σχεδόν 80 χρόνια μετά την άρση της ποτοαπαγόρευσης, υπάρχουν ακόμη 200 κομητείες που δεν καταναλώνουν αλκοόλ είτε μερικώς, είτε ολικώς. Δώδεκα πολιτείες ακόμη και σήμερα απαγορεύουν την πώληση του αλκοόλ τις Κυριακές, μεταξύ των οποίων οι: Αλαμπάμα, Ιντιάνα, Μινεσότα, Μισισίπι, Μοντάνα, Βόρεια και Νότια Καρολίνα, Οκλαχόμα, Τεννεσί, Τέξας, Γιούτα και Δυτική Βιρτζίνια.

Έξι πολιτείες, η Αλάσκα, η Τζόρτζια, η Μοντάνα, η Βόρεια Καρολίνα, η Γιούτα και η Οκλαχόμα, απαγορεύουν ακόμη την οποιαδήποτε μορφή δειγματισμού αλκοόλ σε χώρους λιανικής. Χρόνο με το χρόνο ωστόσο, ακόμη και οι “στεγνές” πολιτείες δείχνουν να χαλαρώνουν τους νόμους τους, κυρίως γιατί νιώθουν πως θα χάσουν τις δουλειές τους από τους γείτονές τους οι οποίοι σκέφτονται και ενεργούν με πιο μοντέρνες λογικές.

Anistatia Miller and Jared Brown

Subscribe to our Newsletter. Let's stay updated!

Related posts

«Μαύρο» κρασί και Instagram

Taste and Hospitality

Ελληνική Ακαδημία Αρχιμαγείρων: Όταν οι chef δεν είναι στην κουζίνα τους…

Η σχολή μαγειρικής TikTok

Taste and Hospitality

Αφηστε ενα σχολιο

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη εμπειρία στην ιστοσελίδα μας.
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.

Αποδοχή Μάθε περισσότερα

error: Content is protected !!