Αν μπορούσες να κοιτάξεις βαθιά βαθιά τις ρίζες της ελληνικής διατροφής σίγουρα θα έβλεπες κρυμμένα κάπου μαζί με τις ελιές και μερικά παξιμάδια.
Τούτη η ξερή τροφή με τις μοναδικές θρεπτικές ιδιότητες και την αρετή της μεγάλης διατήρηση εκτός ψυγείου συντρόφεψε ανά τους αιώνες απ’ τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους που έφευγαν για τα χωράφια ή τα βοσκοτόπια μέχρι τους ναυτικούς και τους στρατιώτες στα μεγάλα και επικίνδυνα -για διαφορετικούς λόγους- ταξίδια τους.
Λέγεται, μάλιστα, πως οι κατάσκοποι παλιότερων εποχών «διάβαζαν» τη μυστική απόφαση μιας μεσογειακής χώρας να προχωρήσει σε πόλεμο, όταν έβλεπαν να «στοκάρει» με μπόλικο παξιμάδι τις στρατιωτικές αποθήκες της.
Τα παξιμάδια, που χρωστούν το όνομά τους στον Πάξαμο, μάγειρα και συγγραφέα που έζησε τη μετά Χριστού Ρώμη, οι αρχαίοι Έλληνες τα κατανάλωναν ως «διπυρίτη άρτο», από την εποχή του Ιπποκράτη και του Αριστοτέλη.
Αυτά τα κομμάτια άρτου, που θεωρούνται «δυο φορές ψωμί» καθώς έχουν φουρνιστεί διπλά και έχουν χάσει σχεδόν κάθε ίχνος υγρασίας, ακόμη και σήμερα παρασκευάζονται σε γενικές γραμμές με τον ίδιο τρόπο.
Διαφορετικών ειδών ζυμάρια ψωμιού, ψήνονται σε φρατζόλες ή άλλο σχήμα, στη συνέχεια κόβονται σε χοντρές ή λεπτότερες φέτες, σε μπουκιές ή σε κομμάτια και ξαναψήνονται για άλλη μια φορά απλωμένα σε ταψιά σε μέτριο φούρνο μέχρι να ξεραθούν.
Φτιαγμένα με την ίδια λογική, όταν προορίζονται για συνοδευτικά του καφέ ή του αφεψήματος, τα παξιμαδάκια μπορούν να αποκτήσουν και γλυκιά γεύση, με ζάχαρη ή πετιμέζι, και να δεχτουν επιπρόσθετα υλικά, όπως το αμύγδαλο και οι σταφίδες.
Χριστίνα Τσαμουρά